Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

O Dhmos agiasou

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΑΣΟΥ.

Γενικές Πληροφορίες
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Δήμος Αγιάσου βρίσκεται στο Νομό Λέσβου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και αποτελείται από ένα μόνο δημοτικό διαμέρισμα (Αγιάσου), γιατί δεν έχει συνενωθεί με άλλους Ο.Τ.Α.
Σύμφωνα με την εθνική απογραφή πληθυσμού του έτους 2001 έχει πραγματικό πληθυσμό 2.587 κατοίκων. Αποτελείται από τέσσερις (4) οικισμούς με τον παρακάτω αντίστοιχο πληθυσμό:
o Αγιάσου 2.498
o Σανατορίου 68
o Καρήνης 18
o Μεγάλης Λίμνης 3

ΣΥΝΟΛΟ: 2.587
Η Αγιάσος είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στις ανατολικές παρειές του όρους Όλυμπος (968 μ.) και έχει υψόμετρο γύρω στα 500 μ. Στην ορεινή – ημιορεινή περιφέρειά της ανήκουν εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης, δάση και απόκρημνες, δύσβατες περιοχές. Η συνολική έκταση της διοικητικής περιφέρειας του Δήμου Αγιάσου είναι 79.900 στρέμματα.

Ο οικισμός Αγιάσου είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός με το από 19.10/13-11-1978 Π.Δ. (ΦΕΚ 594/Δ΄/13-11-1978).
Η Αγιάσος δημιουργήθηκε στη θέση όπου έφτιαξε τη σκήτη του ο ιερομόναχος Αγάθων ο Εφέσιος, που ήρθε το 802 μ.Χ. από τα Ιεροσόλυμα φέρνοντας μαζί του το εικόνισμα της Παναγίας «Αγία Σιών» και άλλα ιερά κειμήλια. Εκεί το 1170 μ.Χ. χτίστηκε η πρώτη εκκλησία – μοναστήρι, γύρω από την οποία αναπτύχθηκε σταδιακά ο οικισμός.
Η οικονομία της συγκροτήθηκε γύρω από δύο κύριους άξονες : α) τη γεωργική παραγωγή και β) τη βιοτεχνία.

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ
o Η εκκλησία της Παναγίας, βασικός πόλος έλξης όλων των επισκεπτών. Είναι τρίκλιτη βασιλική, περιτριγυρισμένη από ψηλούς τοίχους, αφού παλιά ήταν μοναστήρι. Μέσα στον περίβολό της υπάρχουν το παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων, δύο Μουσεία (Βυζαντινό και Λαϊκό), χώροι υποδοχής και φιλοξενίας, αποθήκες, ενοικιαζόμενα καταστήματα, το κτιριακό συγκρότημα του παλιού ξενώνα 65 δωματίων, το Πνευματικό Κέντρο, το διώροφο ξενοδοχείο 14 δωματίων και 28 κλινών και το κωδωνοστάσιο.



o Το Λαογραφικό Μουσείο του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου που λειτουργεί στο χώρο της αυλής του. Εδώ υπάρχει μια εξομοίωση δωματίου παραδοσιακού Αγιασώτικου σπιτιού. Περιέχει, επίσης, πολύτιμα έργα λαϊκής τέχνης (κεντήματα, υφαντά, ενδυμασίες, παλιά χάλκινα οικιακά σκεύη κλπ), παλιά τιμαλφή από δωρεές πιστών (δακτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, κουλαγίνες, καρφίτσες, πόρπες κλπ.), παλιά νομίσματα κ.ά..



o Το Εκκλησιαστικό Μουσείο του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου που λειτουργεί επίσης στον περίβολό του. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια που εκεί εκτίθενται ο Σταυρός με το Τίμιο Ξύλο, τα ιερά λείψανα των αγίων, ιερά Ευαγγέλια και Σκεύη, παλιές κανδήλες (18ου αιώνα), χρυσό κεντητό επιτραχήλιο (16ου αιώνα), χρυσοκέντητα επιμάνικα, ο κεντητός επιτάφιος της Παναγιάς, κεντητά καλύμματα, ένα παλιό προσκυνητάρι, ένα παλιό βενετσιάνικο έπιπλο κ.ά..

o Ο “Κήπος της Παναγίας”, μια καταπράσινη και ολόδροση περιοχή με το ιστορικό εξοχικό της κέντρο. Εδώ ο επισκέπτης θα βρει ένα θεόρατο αιωνόβιο πλάτανο, στη σκιά του οποίου μπορεί να ξαποστάσει απολαμβάνοντας μια όμορφη θέα του χωριού από κάτω προς τα πάνω.
• Τα παρεκκλήσια της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγάθωνος του Εφεσίου, όπου κατά την παράδοση έφτιαξε τη σκήτη του ο κομιστής της εικόνας της Παναγίας.



o Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδας βρίσκεται στην περιοχή “Καμπούδι” στην πάνω είσοδο του χωριού. Είναι ο δεύτερος μεγάλος ναός της Αγιάσου. Χτίστηκε το 1870 και είναι πιστό αντίγραφο της εκκλησίας της Παναγίας και των άλλων βασιλικών του 18ου αιώνα της Λέσβου. Έχει πολλές αξιόλογες εικόνες, μερικές από τις οποίες χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα. Άξιο μνείας είναι το καμπαναριό της εκκλησίας, μικρό και κομψό.

o To κτιριακό συγκρότημα του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξη», κιβωτός του λαϊκού μας πολιτισμού, που βρίσκεται στην πλατεία του Δημαρχείου (τέως σταθμού λεωφορείων) στην κάτω είσοδο του χωριού. Το Πνευματικό μας Κέντρο ιδρύθηκε το 1894 (εποχή Τουρκοκρατίας στη Λέσβο) και διαθέτει βιβλιοθήκη που φιλοξενεί πάνω από 20.000 τόμους βιβλίων, κινηματοθέατρο 300 θέσεων σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Γιανουλέλλη και του ζωγράφου Γ. Τσαρούχη και Λαογραφικό Μουσείο, χτισμένο πάνω στα αρχιτεκτονικά πρότυπα του παραδοσιακού μας οικισμού, που φιλοξενεί Πινακοθήκη Λεσβίων Ζωγράφων και Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.

o Η Πλατεία της Αγοράς με το νεοκλασικό καφενείο “Καφενταρία”, που βρίσκεται πάνω από την εκκλησία της Παναγίας. Χώρος εξαιρετικά γραφικός, με πλακόστρωτο και μεταλλικές πέργκολες κατάφορτες από βαθίσκιωτα αναρριχητικά φυτά που γεφυρώνουν τις γύρω παρόδους, ο οποίος από τα πολύ παλιά χρόνια αποτελεί τον αφαλό του χωριού όπου χτυπά η καρδιά της κοινωνικής του ζωής.

o Το γραφικό και πολυτραγουδισμένο Σταυρί, στη θέση όπου διασταυρώνεται ο κεντρικός ανηφορικός δρόμος της κωμόπολης με το γεφύρι που στεφανώνει ένας γερο-πλάτανος. Από κει κατηφορίζει για τον Ασώματο και την Καρήνη η ονομαστή «πατουμένη» (λιθόστρωτο μονοπάτι) που διασχίζει τον ελαιώνα. Στο παρακείμενο καφενεδάκι ξαποσταίνουν οι επισκέπτες απολαμβάνοντας ένα ούζο με εκλεκτά μεζεδάκια.
Στον παραδοσιακό οικισμό της Αγιάσου έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα ή ιστορικά διατηρητέα και έργα τέχνης, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω κτίρια, που αξίζει να επισκεφθείτε:
I. Το κτιριακό συγκρότημα του παλιού δημοτικού ελαιοτριβείου που βρίσκεται στη θέση «Καμπούδι» χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο, γιατί πρόκειται για συγκρότημα κτιρίων που διαθέτει πολύ αξιόλογα χαρακτηριστικά παραδοσιακά αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία που θα πρέπει να διατηρηθούν γιατί αποτελούν τυπικά δείγματα τόσο της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής όσο και της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της περιοχής (Σχετική η αριθμ. ΔΠΑ/8359/98/21.1.99 απόφαση Υπουργού Αιγαίου που δημοσιεύτηκε στο 77/Δ΄/11.2.99 ΦΕΚ). Άρχισε να χτίζεται το 1879. Ήταν το τρίτο στη σειρά ατμοκίνητο ελαιοτριβείο του νησιού μας.



II. Το κτιριακό συγκρότημα του Παλαιού Ξενώνα ιδιοκτησίας Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Αγιάσου (“Χάνια”) που βρίσκεται κοντά στην πλατεία αγοράς χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, γιατί αποτελεί σημαντικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής του τόπου με νεοκλασικές μορφολογικές επιρροές και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής (Σχετική η αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/3318/3228/10.1.2000 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού που δημοσιεύτηκε στο 114/Β΄/7.2.2000 ΦΕΚ).Το κτιριακό αυτό συγκρότημα τώρα αναπαλαιώνεται από το Υπουργείο Πολιτισμού (8η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων) με πιστώσεις του Γ΄ Κ.Π.Σ. Άρχισε να χτίζεται μετά την ανέγερση του σημερινού ναού της Παναγίας (1815), ανακαινίστηκε το 1857, καταστράφηκε από τη μεγάλη φωτιά του 1877 και ξαναχτίστηκε το μεν νότιο τμήμα του την περίοδο 1895-1898 το δε βόρειο το 1905. Σήμερα ανακαινίστηκε με πιστώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού.



III. Το κτίριο του Νέου Ξενώνα ιδιοκτησίας Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Αγιάσου που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, γιατί αποτελεί αξιόλογο δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, σημαντικό για το χώρο της Αγιάσου και γενικότερα για την ιστορία της αρχιτεκτονικής (Σχετική η αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3322/54761/10.11.1999 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού που δημοσιεύτηκε στο 2118/Β΄/6.12.1999 ΦΕΚ). Η κατάθεση του θεμέλιου λίθου έγινε το 1927 και η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1931.

IV. Το κτίριο “Καφενταρία” (καφενείο) ιδιοκτησίας Δήμου Αγιάσου, που βρίσκεται στην πλατεία αγοράς του χωριού, χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, γιατί αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα αρχιτεκτονικής των αρχών του αιώνα με εμφανή νεοκλασικά στοιχεία στις όψεις και είναι συνδεδεμένο με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής (Σχετική η αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3321/54764/ 10.11.1999 απόφαση Υπουργού Πολιτισμού που δημοσιεύτηκε στο 2218/ Β΄/6.12.1999 ΦΕΚ). Χτίστηκε το 1857, καταστράφηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 και ανακαινίστηκε με τη χορηγία του Δημήτρη Μαλιάκα το 1879. Σήμερα ανακαινίζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού.


Τα τελευταία χρόνια χτίστηκε και το Δημαρχείο της Αγιάσου πάνω στα παραδοσιακά οικιστικά πρότυπα του χωριού (κεραμοσκεπή, σαχνισίνια, εξωτερική επένδυση με πέτρα κλπ) κι έγιναν έργα ανάπλασης της πλατείας που ανέδειξαν τον περιβάλλοντα χώρο που οδηγεί στον καταπράσινο Κήπο της Παναγίας και περιβάλλεται από εστιατόρια όπου ο επισκέπτης μπορεί να εκτιμήσει τη λαχταριστή ντόπια παραδοσιακή κουζίνα.

ΦΥΣΙΚΑ ΘΕΡΕΤΡΑ
Καρήνη
Σε απόσταση εννιά χιλιομέτρων απ’ την Αγιάσο βρίσκεται η μαγευτική εξοχική τοποθεσία της Καρήνης, που αποτελεί πραγματική όαση μέσα στον απέραντο ελαιώνα. Μέσα στην οργιαστική βλάστηση των καρυδιών και των μπαξέδων και κάτω από τον παχύτατο ίσκιο των αιωνόβιων πλατανιών, ο επισκέπτης μπορεί να βρει τη γαλήνη και την ξεκούραση, να δροσιστεί από την αναβλύζουσα ζωογόνο πηγή κρύου και διαυγέστατου νερού που χύνεται σε μια παλιά ρωμαϊκή δεξαμενή, να γευματίσει στα γραφικά καφενεδάκια και να θαυμάσει την κουφάλα του γερο-πλάτανου όπου έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα ο μεγάλος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, που ζωγράφισε στον εξωτερικό τοίχο παρακείμενου κτίσματος τον Ερωτόκριτο, την Αρετούσα, τον Κατσαντώνη και το χορό του Ζαλόγγου. Σήμερα γίνονται εργασίες συντήρησης - διάσωσης των τοιχογραφιών αυτών από ειδικούς συντηρητές της 8ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ. Από την Καρήνη ξεκινά το λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί στον Ασώματο και στην Αγιάσο (η λεγόμενη “πατουμένη”). Η περιοχή της Καρήνης χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο μνημείο της φύσης με την αριθμ. 3801/11-8-2003 (ΦΕΚ 1231/Β΄/2003) απόφαση της Δ/νσης Δασών Περιφερείας Βορείου Αιγαίου και προτείνεται από το ΥΠΕΧΩΔΕ να ενταχθεί στον κατάλογο των προστατευόμενων περιοχών.


Αϊ Δημήτρης
Ένα χιλιόμετρο περίπου μετά τη διασταύρωση Αγιάσου-Πολιχνίτου, περνάμε μέσα από την κοιλάδα του Αι Δημήτρη, με το ομώνυμο ξωκλήσι, τους πανέμορφους μπαξέδες, τα γάργαρα τρεχούμενα νερά και τα γραφικά καφενεδάκια, που ζώνεται τριγύρω με το πηχτό πράσινο του πεύκου και της ελιάς. Στη θέση αυτή καταλήγει το ρέμα της Καρκαβούρας που χαρακτηρίζεται από την πλούσια παρόχθια βλάστηση και το επιβλητικό ανάγλυφο του εδάφους. Πηγάζει από το όρος Όλυμπος και έχει ιδιαίτερη οικολογική αξία, αφού εκατέρωθεν της κοίτης του αναπτύσσονται τρεις διαφορετικοί τύποι οικοτόπων ενταγμένων στο Δίκτυο Natura 2000.



Περισσότερα στο site του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ».

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Η Αγιάσος, μάνα του λεσβιακού λαϊκού πολιτισμού, γιόρταζε παλιότερα πολλά τοπικά πανηγύρια, που είχαν σχέση με το χριστιανικό εορτολόγιο και πατροπαράδοτα λαϊκά έθιμα. Δυστυχώς, όμως, η σημερινή κοινωνική πραγματικότητα που συχνά αποτελεί τροχοπέδη της πηγαίας λαϊκής έκφρασης και δημιουργίας (παντοδυναμία του αστικού κέντρου, έλεγχος και προσδιορισμός της παράδοσης από φορείς, συλλόγους, «ειδικούς», επιρροή του τηλεοπτικού μηνύματος), η εμπορευματοποίηση της ψυχαγωγίας και γενικότερα οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, εξάλειψαν πολλά απ’ αυτά.
Σήμερα, εκτός από το μεγάλο εμπορικό και θρησκευτικό πανηγύρι της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο, τα γιορταστικά έθιμα των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τις ετήσιες καρναβαλικές εκδηλώσεις του τριημέρου της Αποκριάς, την αναβίωση των εθίμων «Κάψαλα-Κλήδονας», με ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγάλη συμμετοχή κόσμου γιορτάζεται ακόμα και το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις 20 του Ιούλη. Τις εκδηλώσεις διοργανώνει ο Σύλλογος Καβαλαρέων Αγιάσου «Ο Προφήτης Ηλίας».


Ιστορία του Χωριού
Η δημιουργία του πρώτου οικιστικού πυρήνα

Γυρίζουμε το ροδάνι του χρόνου 12 αιώνες πίσω. Βυζάντιο. Τέλη του 8ου μ.Χ. αιώνα, περίοδος εικονομαχιών. Στην Κωνσταντινούπολη ο εικονόφιλος ιερέας του παρεκκλησίου των ανακτόρων Αγάθων ο Εφέσιος πέφτει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Λέοντος του Α΄ και αυτοεξορίζεται στα Ιεροσόλυμα. Γύρω στο 803 πληροφορείται ότι στη Λέσβο είναι εξόριστη η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, κι αυτή εικονόφιλη. Θέλοντας να τη συναντήσει, μα και για να είναι πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, φεύγει για τη Λέσβο παίρνοντας μαζί του μια παλιά βυζαντινή εικόνα της Παναγίας που την παρίστανε Βρεφοκρατούσα, διαστάσεων 0,56Χ0,62 εκ., έναν ασημένιο σταυρό με Τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ε΄ αιώνα, λείψανα του Αγίου Διονυσίου και άλλα ιερά κειμήλια.
Φτάνει στο νησί, αλλά η Ειρήνη η Αθηναία στο μεταξύ έχει πεθάνει. Ακολουθώντας ρέματα χειμάρρων ανηφορίζει προς τις πηγές τους και χώνεται σε δασωμένα βουνά. Σταματά στους πρόποδες του όρους Όλυμπος σ’ ένα σημείο που η οργιάζουσα βλάστηση της ρεματιάς του προσφέρει αρκετή ασφάλεια. Στο μέρος αυτό, που βρίσκεται στη σημερινή συνοικία του χωριού «Καρυά», εκεί ακριβώς που υπάρχει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, κρύβει τα ιερά κειμήλια και φτιάχνει τη σκήτη του.
Έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους των κοντινών χωριών Καρήνης και Πενθίλης, αποκτά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους και τους αποκαλύπτει το μυστικό του, δηλώνοντας ότι το εικόνισμα της Παναγίας το είχε ζωγραφίσει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Σιγά - σιγά αρχίζουν να έρχονται στη σκήτη του πιστοί για να προσκυνήσουν και μερικοί απ’ αυτούς μένουν μόνιμα κοντά στον Αγάθωνα. Έτσι, στις αρχές του 9ου αιώνα δημιουργείται ένα μικρό μοναστήρι, η φήμη του οποίου συνεχώς απλώνεται. Πιστοί, ακόμα κι απ’ τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, συρρέουν για να αποθέσουν την ευλάβειά τους στην εικόνα της Παναγίας.
Όταν στις 2 του Φλεβάρη 830 πέθανε ο Αγάθωνας, οι μοναχοί εκτελώντας την τελευταία θέλησή του εξακολούθησαν να διατηρούν μέσα στην κρύπτη της μονής την ιερή εικόνα της Παναγίας και τα άλλα κειμήλια. Αιτία του φόβου των μοναχών της μονής ήταν οι εικονομάχοι, αλλά και οι πειρατές, που λυμαίνονταν τα νησιά και τις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας. Το 842 επικράτησε η Ορθοδοξία και επακολούθησε η αναστήλωση των ιερών εικόνων σε όλη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η σκήτη του Αγάθωνα έγινε από τότε τόπος προσκυνήματος. Η Παναγία έγινε γνωστή όχι μονάχα στο νησί, αλλά και σ' ολόκληρη την αντικρινή Αιολίδα. Έλεγαν ότι δυο προσκυνήματα στην «Αγία Σιών» ισοδυναμούσαν με ένα στους Αγίους Τόπους. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Αγιασώτης Προκόπιος Κουζέλης διατέλεσε Πατριάρχης Ιεροσολύμων την περίοδο 1872 - 1875, ισχυροποιώντας έτσι τους θρησκευτικούς δεσμούς Αγιάσου – Ιεροσολύμων.
Το όνομα του χωριού

Σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα άποψη, το όνομα του χωριού προέρχεται από την επιγραφή της εικόνας της Παναγίας που έφερε ο Αγάθωνας από τα Ιεροσόλυμα, «ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ». Αγία Σιών η εικόνα, Αγία Σιών το μοναστήρι. Οι πιστοί που θα πήγαιναν για προσκύνημα έλεγαν: “Πάμε στην Αγία Σιών” ή “πάμε στην ΑγιάΣων” και η αιτιατική “Αγιάσον” έγινε και ονομαστική “Αγιάσος”.
Λαογραφική Παράδοση
Το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, που ιδρύθηκε το 1894 επί Τουρκοκρατίας και συνεχίζει μέχρι σήμερα αδιάλειπτα την πολυσχιδή του δράση, είναι η κιβωτός της πλούσιας λαογραφικής παράδοσης της Αγιάσου.
Το ερασιτεχνικό θέατρο

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, οι ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις στην Αγιάσο άρχισαν από τον προπερασμένο αιώνα. Η πρώτη παράσταση με το έργο του Δημητρίου Βυζαντίου «Βαβυλωνία» δόθηκε το 1879 από το σωματείο «Φιλόπτωχος Αδελφότης Αγιάσου». Ακολούθησαν πολλές άλλες, με αποτέλεσμα το ερασιτεχνικό θέατρο να γίνει παράδοση που συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Το Αναγνωστήριο, όπως ήταν φυσικό, προσαρμοζόταν στο πνεύμα και στο ρεπερτόριο της κάθε εποχής και παρουσίαζε ειδυλλιακά δράματα, τραγωδίες εθνικού περιεχομένου, μονόπρακτες κωμωδίες και άλλα παρόμοια.
Ύστερα από την απελευθέρωση του νησιού συνεχίστηκαν οι ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις και μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου έγιναν πολλές προσπάθειες για το θεατρικό εξοπλισμό. Αντικαταστάθηκαν τα παλιά σκηνικά που είχαν καταστραφεί εξαιτίας της χρήσης και συμπληρώθηκε το βεστιάριο. Παρουσιάστηκαν με επιτυχία αρκετά ελληνικά και ξένα έργα.
Στην Αγιάσο, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες του Πάνου Πράτσου και των συνεργατών του, κυρίως του δάσκαλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, που εργάστηκε ως σκηνοθέτης και του κεραμιστή Χαράλαμπου Πανταζή που δούλεψε ως σκηνογράφος, οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου παρουσίασαν με εξαιρετική επιτυχία και οπερέτες. Όπως είναι γνωστό, η οπερέτα, το μικρό αυτό κωμικό μελόδραμα, παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, γιατί εκτός από την πρόζα, υπάρχει η μουσική, ο χορός και το τραγούδι, που απαιτούν συντονισμό. Ο ηθοποιός, και πολύ περισσότερο ο ερασιτέχνης, πρέπει να είναι ταλαντούχος για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτού του θεατρικού είδους. Το Αναγνωστήριο ανέβασε στη σκηνή και αρκετές κωμωδίες με μεγάλη επιτυχία.
Οι Αγιασώτες όμως από νωρίς αισθάνθηκαν την ανάγκη να γράψουν θεατρικά έργα στο ντόπιο γλωσσικό τους ιδίωμα, με ηθογραφικό κυρίως περιεχόμενο. Από το 1994 το Αναγνωστήριο ανέβασε και λεσβιακές επιθεωρήσεις που γράφτηκαν στο Αγιασώτικο γλωσσικό ιδίωμα από τον Αντώνη Μηνά.
Στα πλαίσια των θεατρικών του δραστηριοτήτων αναδείχτηκαν εκατοντάδες ερασιτεχνών ηθοποιών, αλλά το κυριότερο και δεκάδες θεατρικών συγγραφέων, λογοτεχνών και σατιρογράφων, μερικοί εκ των οποίων ευτύχησαν σε πανελλαδική αναγνώριση και τιμήθηκαν και με λογοτεχνική σύνταξη.
Σήμερα λειτουργούν ερασιτεχνικό θεατρικό τμήμα ενηλίκων για ηθογραφίες και λεσβιακές επιθεωρήσεις, καθώς και Πειραματική Σκηνή για μικρούς και ενήλικες.
Ο Καρνάβαλος

Η Αγιάσος είναι η Μέκκα του λεσβιακού καρναβαλιού, όπου συρρέουν χιλιάδες κόσμου κάθε χρόνο για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του. Το Αγιασώτικο καρναβάλι ξεχωρίζει για τη μοναδικότητά του και αποτελεί σπάνιο δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στα βάθη της Τουρκοκρατίας. Μέσα στο διάβα ενός και πλέον αιώνα το έθιμο πέρασε από πολλά στάδια, επηρεάστηκε από μύριες καταστάσεις και συνοδοιπόρησε με την εκάστοτε ιστορική εποχή εξελικτικά.

Το καρναβάλι της Αγιάσου ξεχωρίζει όμως κι απ’ όλες τις πανελλήνιες εκδηλώσεις για την ιδιομορφία του, την καυστική και σπιρτόζικη έμμετρη (σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο) σάτιρα που την εκφράζουν με το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα οι λαϊκοί ποιητές.
Το παλιότερο έθιμο της Αποκριάς ήταν η «πατινάδα», ο γύρος των παλικαριών στις γειτονιές του χωριού, όπου λειτουργούσαν τα κουιτούκια και γινόταν το νυφοπάζαρο. Τραγουδούσαν παλιά παραδοσιακά τραγούδια (Σούσα, Λυγερή, Τριανταφυλλένια, κ. ά).
Γύρω στο 1900 ο καλλίφωνος της παρέας (αρχινιστής του τραγουδιού) ντυνόταν με τσολιάδικη φουστανέλα και περικεφαλαία, παριστάνοντας το Μεγαλέξαντρο, που συμβόλιζε την αδούλωτη ελληνική ψυχή και με τα τραγούδια του τόνωνε το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων ραγιάδων.
Το Αναγνωστήριο ενδιαφέρθηκε για το καρναβάλι ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με το αριθμ. 56/27-2-1902 πρακτικό του Διοικητικού του Συμβουλίου, επιτροπή αποτελούμενη από μέλη του Δ.Σ. διενήργησε έρανο με σκοπό την απονομή χρηματικών βραβείων σε καρναβαλικές ομάδες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα αρχίζει να μπαίνει ο στίχος. Στην αρχή έκαναν μικρές αυτοσχέδιες παραστάσεις οι χωρατατζήδες του χωριού, σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας.
Μετά το 1912 και πολύ περισσότερο μετά το 1922 ξεπηδούν νέοι λαϊκοί ποιητές. Είναι τα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια της Αγιάσου, που γύρισαν από τα πολεμικά μέτωπα. Μέσα από τη σάτιρά τους εκφράζουν τα αιτήματα της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της κοινωνικής αλλαγής. Καθιερώνουν για εκφραστικό τους όργανο την Αγιασώτικη ντοπιολαλιά.
Ήδη από την προπολεμική περίοδο ζωντανεύει το έθιμο του αντικαρνάβαλου ή καρναβαλομαχίας.
Το 1938 το Αναγνωστήριο αξιοποιεί τη δωρεά του Θεόδωρου Ντουγραματζή ή Κουκουβάλα και θεσπίζει το «Βάλειο» Διαγωνισμό (απονομή χρηματικών επάθλων στα διαγωνιζόμενα καρναβαλικά συγκροτήματα) που - με μικρές διακοπές - κράτησε ως το 1984.
Τις Αποκριές του 1944 ηχεί η προφητική φωνή του καρνάβαλου που προβλέπει την ήττα του γερμανικού φασισμού και την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο το καρναβάλι μπαίνει σε καινούρια καλούπια. Αλλάζει ο τόπος και ο χρόνος των εκδηλώσεων. Ο μουλαροκίνητος καρνάβαλος δίνει τη θέση του στα άρματα, που καθιερώθηκαν στα χρόνια του Ανανία Καραμανλή.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε το καρναβάλι την περίοδο της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, οπότε παρουσιάστηκαν πολλά από τα καλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας του και μάλιστα σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας.

Σήμερα διατηρεί τη μορφή που πήρε μεταπολεμικά (λαϊκό δρώμενο με έντονα θεατρικά στοιχεία σε ανοιχτό δημόσιο χώρο που συνδυάζει σε ολοκληρωμένη θεματική ενότητα τον έμμετρο σατιρικό λόγο με την εμφάνιση αρμάτων). Η θεματολογία της λαϊκής μούσας καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Τα θέματά της αντλούνται κυρίως από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία, καθώς και από τη θρησκευτική μας παράδοση. Μέσα απ’ αυτά αναπαράγεται με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο η σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και σατιρίζονται με παραλληλισμούς πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Ο ποιητής λαός δε μασκαρεύεται απλά για να τέρψει το ακροατήριο του, αλλά φρονηματίζει, παραδειγματίζει, καυτηριάζει με το θερμοκαυτήρα της πέννας του το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι σεμνότυφος, χτυπά αλύπητα τα στραβά, μιλά σταράτα και ειλικρινά. Είναι τολμηρός και προφητικός. Δε φοβάται, δε συμβιβάζεται, δε χαρίζεται σε κανέναν. Με την καυστική αθυροστομία του κάνει ενέσεις στον άρρωστο κοινωνικό οργανισμό.
Η προφορική λαϊκή παράδοση διασώζει στο διάβα των αιώνων τα “τριψίματα”, δίστιχα ομοιοκαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα.
Η καρναβαλική παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τη σκυτάλη της οργανωτικής ευθύνης των καρναβαλικών εκδηλώσεων πήρε από το 1984 ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αγιάσου «Ο ΣΑΤΥΡΟΣ». Από το 1999 τα δύο Σωματεία συνεργάζονται στην οργάνωση εκδηλώσεων ερευνητικού περιεχομένου – αναβίωσης παλιών καρναβαλικών εθίμων. Από την ίδια χρονιά συμμετέχει στη διοργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων και ο Δήμος Αγιάσου.
Η μουσικοχορευτική παράδοση

Οι μουσικάντες
Μια πλήρης Αγιασώτικη παραδοσιακή κομπανία αποτελείται από έξι όργανα : βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι μουσικοί (μουσικάντες) που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1916 – 1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα έρχεται το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο, όμως, μαθαίνουν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο μπαίνει και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

Οι μουσικάντες κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού, είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο» τους έκλεινε όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του και οι συντεχνίες όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε δε η “χαρτούρα” που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Οι μουσικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Απ’ το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που “είχε” τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουσικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι, όπως λένε οι ίδιοι.
Οι σκοποί
Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.
Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους Λεσβιακούς από τους Μικρασιάτικους σκοπούς. Λέσβος και Μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί ήταν το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το Σμυρναίικο, το Περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι «εθνικοί ύμνοι» της Λέσβου, είναι τα “Ξύλα”, συρτό προερχόμενο μάλλον από τουρκικό εμβατήριο και ο “Κιόρογλου”, ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.
Στο ρεπερτόριο των χορών διακρίνουμε τρεις κατηγορίες:
• Η στερεότυπη σειρά των χορών
Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στο μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό» ή «ανιγκασκό».
Ο συρτός ρυθμός 2/4 χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, αλλά και από περισσότερα όταν άναβε το κέφι. Από το συρτό, το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στο μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμός 9/8, επίσης για δύο άτομα, ή και “σόλο”.
Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας. Πολλές φορές χόρευαν και καλαματιανό, κυρίως στα πανηγύρια.

• Χοροί παρεμβαλλόμενοι
Με τον όρο αυτό εννοούμε χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά την τάξη. Αυτοί ήταν:

Ο “τζάμκος”, ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορεύονταν από δύο. Γνωστός και σαν “χορός των μαχαιριών”. Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ όπου έψηναν τον καφέ και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι, τα γεννητικά όργανα του άλλου και με μια απότομη κίνηση κάθε φορά, τα πέταγε στους θεατές του χορού. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από την ομήγυρη. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.


Ο “πουτάνικος” ή “ποτηράκια” ήταν επίσης μιμικός χορός εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν πάει στη Μικρασία το 1922 και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα “ καφέ – σαντάν” της Σμύρνης και της Πόλης.


Ο “Αρκουδιάρης” ή “Αράπικος” χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4, σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε για κάποια περίοδο, σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι «Μαρούλα».

• Χοροί ειδικών περιστάσεων
Ο “νυφιάτικος” ή “νυφκάτος”. Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα “τριψίματα”. Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, χόρευε τους ντόπιους χορούς.
Χορευτικές περιστάσεις
Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη, όμως, χορευτική εκδήλωση ήταν η “πατινάδα” της Κυριακής, συνδεδεμένη με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.

Οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες - παρέες απ’ τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσια ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν απ’ τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα κουιτούκια, συνοικιακά καφενεδάκια που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια.
Στις συνοικίες, λοιπόν, μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φθάσει η μουσική, καθισμένες στα “καριγλιά” τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νέες σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά απ’ τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές για να διασκεδάσουν και να εκφράσουν τον έρωτά τους χορεύοντας στα κουιτούκια, ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, τους έδιναν την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Στην πατινάδα της Κυριακής χόρευαν την ίδια ώρα υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Συνήθιζαν και το καλαματιανό.
Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών. Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.
Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός χώρος των Αγιασωτών και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει “χαρτούρα” γενναιόδωρη στους μουσικάντες. Παλιότερα, τη μεθεπομένη μέρα και αφού διαπιστωνόταν η εκπαρθένευση της νύφης, γινόταν δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα “γλιτώματα” της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν, το χωριό ζούσε και ζει στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό, είτε στο κτήμα, είτε στην Καρήνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν όλοι οι δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και στο ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες.
Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.
Η χορευτική συμπεριφορά
Το ύφος του χορού ήταν μετρημένο, συγκρατημένο. Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης, δεν χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.
Το μουσικοχορευτικό τοπίο στην Αγιάσο αλλάζει σταδιακά μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Οι μεγάλες οικονομικοκοινωνικές αλλαγές, ο ξενιτεμός, τα νέα ήθη, αλλά και η εισβολή του γραμμόφωνου και του ραδιόφωνου αλλοιώνουν την παράδοση.
Σήμερα, οι Αγιασώτες χορεύουν ακόμα παλιούς σκοπούς και χορούς, αλλά πολλά νέα στοιχεία έχουν υπεισέλθει (ακορντεόν, μπουζούκι, συνθεσάιζερ). Οι ευκαιρίες για χορό έχουν περιοριστεί, κυρίως στα θρησκευτικά πανηγύρια και στις εκδηλώσεις διαφόρων συλλόγων. Ο χορός δεν αποτελεί πια καθημερινή πρακτική.
Η Αγιασώτικη παραδοσιακή φορεσιά

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αγιασώτικης παραδοσιακής φορεσιάς από τον 18ο αιώνα και πέρα, αποτελεί το σκαλωτό σαλβάρι το οποίο συναντιέται και σε άλλα χωριά της Λέσβου, όπως στο Πλωμάρι. Είναι συνήθως εξάφυλλο και το πλάτος μοιράζεται στα τρία. Τα δύο πλάγια τμήματα τα οποία σχηματίζουν τα σκέλη της βράκας, τα καλαμοβράκια - “οι κλαπάτσες” όπως λέγονται - είναι πιο μακριά από το μεσαίο τμήμα της που αποτελεί τη “σέλα”. Η αναλογία στο μάκρος του καλαμοβρακιού σε σχέση με αυτό της σέλας εξαρτάται από το ύψος της γυναίκας και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για το σωστό ζύγισμα της βράκας. Τα καλομοβράκια, που συχνά γίνονται από απλό πανί για οικονομία, καταλήγουν σε βρακοθηλιές από όπου περνά συνήθως πλεγμένο γαϊτάνι, η “βρακοζώνη”. Δένονται κάτω από τα γόνατα και σκεπάζονται καθώς η βράκα πέφτει αναδιπλωμένη ως κάτω στους αστραγάλους.

Εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει το σαλβάρι, ιδιαίτερα της νέας γυναίκας του νησιού, είναι το υφαντό με τα ζωηρά ζεστά χρώματα όπως το κόκκινο και το κίτρινο και η ζωντάνια των καρό και ριγωτών σχεδίων που γίνεται πιο έντονη στους συνδυασμούς με το λευκό και στις ποικίλες συνθέσεις με το “γερανιό”, το “μαβί”, το πράσινο. Τα υφαντά γινόταν στο σπιτικό αργαλειό, δουλεμένα με ιδιαίτερη τέχνη και μεράκι.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της βρακούσας ήταν επίσης ο αυξημένος όγκος της βράκας, το “παραγέμισμά” της με δύο, τρία ή και περισσότερα βρακιά, όμοια ή μικρότερα σε μέγεθος από το εξωτερικό. Τα κατωβράκια αυτά, όπως τα ονόμαζαν οι Αγιασώτισσες, μαζί με το μεσοφούστανο που φορούσαν κατάσαρκα ήταν απαραίτητα ιδιαίτερα στις γιορτινές τους εμφανίσεις.
Αυτά τα συνοδευτικά ενδύματα έδιναν με τον όγκο τους εκείνη την πλαστικότητα στη φόρμα του σαλβαριού που χάριζε στη βρακούσα μια θηλυκότητα πληθωρική, σύμφωνα πάντα με τις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής.
Η φορεσιά συμπληρωνόταν με το καμιζόρι και το χρυσοκεντημένο λιμπαντέ που φορούσε η νέα γυναίκα πάνω από το καλό της πουκάμισο.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ευρωπαϊκή μόδα, που εισέβαλε και στα χωριά του νησιού, παραμέρισε σιγά σιγά την τοπική φορεσιά. Η εγκατάλειψη της λαϊκής φορεσιάς ξεκινά, όπως συνήθως, από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις που φέρνουν τα ενδύματά τους από την Πόλη, τη Σμύρνη ή κέντρα του εξωτερικού. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στην πόλη της Μυτιλήνης. Το φουστούνι με τις πυκνές πτυχώσεις αρχίζει να επικρατεί περισσότερο. Οι βρακούσες εκείνες με τα όμορφα σαλβάρια και τα πολύχρωμα υφαντά δεν υπάρχουν πια. Παρ’ όλα αυτά, στην ορεινή Αγιάσο ίσως να δείτε πολλές γερόντισσες που φορούν ακόμα τη βράκα.
Μα και η αγρότισσα, που ακολουθεί πια τη μόδα όταν βγαίνει στα χωράφια το χειμώνα, γίνεται κι αυτή βρακούσα. Φορά τότε τη συνηθισμένη της βράκα, ή μια πιο λιτή, πιο εύχρηστη, και αμολιέται στις πλαγιές για να μαζέψει ελιές ή κάστανα. Μια συνήθεια που κρατά ως σήμερα, που η ενδυμασία με το σαλβάρι έγινε μουσειακό είδος.
Οικονομία
Η βιοτεχνική παραγωγή

Η βιοτεχνία κατείχε σημαντικό ρόλο στην οικονομική συγκρότηση της Αγιάσου και η ανάπτυξή της είχε καταστήσει την Αγιάσο ένα σπουδαίο βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο της Λέσβου. Η μετοίκηση μεγάλου πλήθους ανθρώπων στις αρχές του 18ου αιώνα στην Αγιάσο, και μάλιστα πολλών καλών τεχνιτών κάθε είδους, και η αντιμετώπιση των αναγκών που δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτηση ενός χωριού, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών βιοτεχνιών που τα προϊόντα τους, άριστα ποιοτικά, έγιναν γρήγορα γνωστά και περιζήτητα σ’ όλο το νησί. Είναι πιθανόν ότι η ανάπτυξη της βιοτεχνίας οφείλεται στην ανεπάρκεια της γεωργικής παραγωγής να καλύψει τις βιοποριστικές ανάγκες των κατοίκων της Αγιάσου, οι οποίοι, σύμφωνα με το Στρατή Κολαξιζέλη, έφτασαν τους 7.000-8.000 από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1950 περίπου. Επιπλέον, η έλλειψη άμεσης διεξόδου προς τη θάλασσα, καθώς και η κυρίαρχη μέχρι το 1940 πρακτική του ανταλλακτικού εμπορίου, συνέβαλαν στον προσανατολισμό των κατοίκων στη βιοτεχνική δραστηριότητα.

Οι σημαντικότερες βιοτεχνίες ήταν αυτές που επεξεργάζονταν τον καρπό της ελιάς για την παραγωγή λαδιού, δηλαδή οι παλιοί ελαιόμυλοι, και μετά το 1879 τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, οι επονομαζόμενες “μηχανές”, που έφτασαν στην Αγιάσο τις πέντε την περίοδο 1900-1940. Πολύ σημαντικές βιοτεχνίες για την τοπική οικονομία ήταν και οι “τσουρχανάδες” ή “κλωσταριά”, που κατασκεύαζαν ελαιόπανα (“τουρβάδες”) για τα ελαιοτριβεία, καθώς και “διαδρόμους”, ένα είδος μακρόστενου καλύμματος δαπέδου. Για τα πρώτα χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη αιγότριχα από τη Μακεδονία και κυρίως τη Χαλκιδική, ενώ για τους δεύτερους κυρίως ντόπια αιγότριχα, ή αργότερα ίνες ινδικής κάνναβης.
Μέχρι το 1940 υπήρχαν πολλές άλλες βιοτεχνίες μικρότερης σημασίας, οι οποίες έπαιζαν αρκετά σημαντικό ρόλο στην τοπική οικονομία. Όπως αναφέρει σε σχετικό του άρθρο ο Στρατής Αναστασέλης, την περίοδο 1900 - 1940 υπήρχαν μεταξύ άλλων : 16 “καπιστράδες-τσιρβουλάδες” που έφτιαχναν ιπποσκευές και υποδήματα, καθώς και 4 “κετσετζήδες” που επεξεργάζονταν τον “κετσέ”, είδος σκληρού υφάσματος από ξασμένο αρνόμαλλο, 16 βυρσοδέψες (“ταμπάκ'δις”), περισσότεροι από 20 σακκοποιοί (“ιμ'τάφ'δις”) που κατασκεύαζαν δισάκια, “λιόπανα” και “διαδρόμους”, 8 σαμαράδες, 6 σαπουνάδες, 27 τσουκαλάδες-αγγειοπλάστες, 26 παπουτσήδες (τσαγκάρηδες), 40 περίπου σιδεράδες - πεταλωτήδες (αλμπάν’δις), 12 “αμπατζήδες” - γουναράδες, 16 φραγκοραφτάδες που έραβαν τις “ευρωπαικές φορεσιές”, 15 υλοτόμοι (“μπισκιτζήδες”), 10 ασβεστάδες, 7 οικογένειες (“σόγια”) χτίστες, 8 οικογένειες μαστόροι και εργάτες σε λιοτρίβια, περισσότεροι από 25 μαραγκοί, 7 νταμαρτζήδες που κατασκεύαζαν κυρίως λίθινες “γωνίες” για τα οικήματα και άλλοι. Οι περισσότερες από τις παραπάνω βιοτεχνικές δραστηριότητες παρήκμασαν μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, εξαιτίας της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας, της εισαγωγής φτηνών βιομηχανικών ειδών από τα νέα παγκόσμια οικονομικά κέντρα και τα μεγάλα εθνικά αστικά κέντρα, του εκχρηματισμού της οικονομίας, της ανάπτυξης νέων τρόπων μεταφοράς των προϊόντων και του μεταναστευτικού ρεύματος.
Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνουμε για τη λεγόμενη καλλιτεχνική βιοτεχνία, που στην Αγιάσο εκδηλώνεται με την ανάπτυξη δυο παραδοσιακών τεχνών : της κεραμικής και της ξυλογλυπτικής.
Κεραμική

Η κεραμική τέχνη στην περιοχή της Αγιάσου είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η κωμόπολη. Με τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας και των άλλων κειμηλίων και τη δημιουργία του μοναστηριού, η Αγιάσος έγινε τόπος προσκυνήματος, με αποτέλεσμα τη συρροή πλήθους πιστών, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς, δημιουργείται η ανάγκη μιας αυξημένης παραγωγής πήλινων αντικειμένων, για να καλύψει τις διάφορες ανάγκες του πλήθους των ευσεβών, όπως κουμάρια για το νερό, πινάκια κλπ. Ακόμα, αρχίζουν να κατασκευάζουν ένα καινούργιο είδος, ένα μικρό δοχείο σε σχήμα στάμνας που το χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές για να μεταφέρουν τον αγιασμό στο σπίτι τους, όπως και διάφορα μικρά διακοσμητικά αντικείμενα από πηλό. Το πρώτο αγγειοπλαστείο χτίζεται στο μοναστήρι του Αγάθωνα. Ο ίδιος ήταν γνώστης της κεραμικής τέχνης πριν έρθει εδώ. Μαζί με τους καλόγερους κατασκευάζουν τα πρώτα αγγεία (τον 8ο - 9ο αιώνα).

Τα αγγεία των μοναχών ήταν κυρίως τα υδροδοχεία, οι στάμνες και τα πιθάρια. Αργότερα και μέσα στο βυζαντινό παρελθόν, νέες κεραμικές μορφές βγήκαν από τα μετέπειτα εργαστήρια που γέμισε ο τόπος : το μετρίδι, η κακάβη, το κουτρούβι, το τσιροκούμαρο, τα λαγήνια. Τα λαγήνια ήταν δοχεία μεταφοράς χρήσιμα για πολλούς σκοπούς. Μ’ αυτά έσβηναν τις πυρκαγιές και αντικαθιστούσαν τους γκαζοντενεκέδες μαζί με τα κουμάρια.
Δύο νέα μουσικά κεραμικά προστέθηκαν : Το πρώτο υπήρχε και είναι το ντουμπελέκι (είδος μικρού νταουλιού, που το δέρμα εφαρμόζεται πάνω στο σώμα ενός πήλινου αγγείου). Το χρησιμοποιούσαν στα κάλαντα και στα πανηγύρια. Το δεύτερο ήταν η πήλινη φλογέρα. Το έφεραν οι διωγμένοι από την Πενθίλη, όταν μετοίκησαν κοντά στο μοναστήρι της «Αγίας Σιών». Το γιουβέτσι και το κροντήρι ήταν ευχάριστα πήλινα αγγεία για τους καλοφαγάδες. Το ένα έδινε νοστιμιά στα ψητά και το άλλο ήταν κρασοκανάτα.
Το 1864 δημιουργείται πιθανόν το συντεχνιακό ταμείο. Αυτό αποδεικνύεται από έναν κουμπαρά που βρισκόταν στην κατοχή του Νίκου Κουρτζή, στον οποίο έριχναν χρήματα για τις ανάγκες του σιναφιού. Οι δυο μεγάλες πλευρές του είναι εικονογραφημένες. Στη μία εικονίζεται ο προστάτης των κεραμοποιών, ο Άγιος Χαράλαμπος. Στην άλλη είναι γραμμένη η φράση «δαπάνη του ισναφιού των Τσουκαλάδων εν έτει 1864».
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (1900-1912) ο Ηλίας Κουρτζής εγκαταλείπει την οικιακή κεραμική για να περάσει στη διακοσμητική, αντιγράφοντας κλασικά πρότυπα.
Το 1922 έρχεται στην Αγιάσο, από τη Βήγα του Τσανάκ-Καλέ, ο Αναστάσης Χατζηγιάννης. Κεραμίστας ήδη έμπειρος, αφού είχε μαθητεύσει στο εργαστήρι κεραμικής που είχε ο πατέρας του Συμεών και ο παππούς του. Το μπόλιασμα του ντόπιου δυναμικού της Αγιάσου με κεραμίστες από το Τσανάκ-Καλέ, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του 1922, θα συμβάλλει στην καθιέρωση νέων συσκευών και διακοσμητικών τρόπων που συνηθίζονταν στο μεγάλο μικρασιατικό κέντρο κεραμικής των Δαρδανελλίων.

Όταν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες άλλαξαν και τα χρηστικά κεραμικά έπαψαν να είναι απαραίτητα στη ζωή των ανθρώπων - κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά -, αρκετά ήταν τα εργαστήρια που έκλεισαν. Αρκετά ήταν, όμως, και τα εργαστήρια που προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες. Στην Αγιάσο, στο Βόλο, στο Μαρούσι και αλλού, οι αγγειοπλάστες επικέντρωσαν την προσοχή τους σε αντικείμενα διακοσμητικού χαρακτήρα, τουριστικά ενθυμήματα, γλάστρες και άλλα τέτοια. Πήλινα ομοιώματα ζώων, πουλιών, φρούτων, μικρές ολόγλυφες παραστάσεις μικρής καθημερινής «λαϊκής» ζωής - ψαράδες, βαρκάρηδες, γεωργοί -, πιάτα διακοσμημένα με ανάλογες παραστάσεις και προορισμένα όχι για το τραπέζι αλλά για τον τοίχο, κεραμικά με μαυρισμένη επιφάνεια, αγγεία που μιμούνταν φόρμες και μοτίβα της αρχαιότητας...
Ξυλογλυπτική

Η παράδοση της ξυλογλυπτικής πρέπει να ξεκινάει από τις τεχνίτες που έφτιαξαν το ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησίας της Παναγίας το 1812. Ήταν Έλληνες της Μικράς Ασίας και οι βοηθοί τους πανέξυπνοι Αγιασώτες που κληρονόμησαν την τέχνη τους.
Οι οικογένειες των Σεντουκάδων ονομάστηκαν έτσι, γιατί κάποια μέλη τους έφτιαχναν πολύ καλά σεντούκια. Παρά πολλά σπίτια στην Αγιάσο έχουν παλιά έπιπλα (κυρίως σεντούκια) διακοσμημένα με ξυλόγλυπτα σχέδια.

Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι η παραδοσιακή τέχνη της ξυλοτεχνίας σε ξύλο ελιάς και καρυδιάς. Οι επιρροές από τη βυζαντινή τέχνη και το Μικρασιατικό Ελληνισμό την αναδεικνύουν σε ξεχωριστή τεχνοτροπία της εποχής, με ιδιαίτερη απήχηση σε όλο το νησί και στους εμπορικούς συνδέσμους του. Ξακουστές είναι οι αγιασώτικες σκαλιστές εικόνες αλλά και τα σκαλιστικά έπιπλα δουλεμένα στο χέρι με ιδιαίτερο μεράκι από έμπειρους τεχνίτες.
Τα χρόνια του μεσοπολέμου οι τελευταίοι μάστοροι χάνονται, γιατί η κακή οικονομική κατάσταση στη χώρα δεν επέτρεπε να υπάρχει ζήτηση σε τέτοια είδη.
Από το 1949 και μετά ο Δημήτρης Καμαρός, που είχε παππού ξυλογλύπτη και πατέρα υλοτόμο, στήνει ένα μικρό εργαστήριο και ασχολείται με την κατασκευή επίπλων, σε τμήματα των οποίων ενσωματώνει παραδοσιακά ξυλόγλυπτα σχέδια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τη δική του ξεχωριστή γραφή. Η φήμη του ξεπερνά τα όρια του νησιού και τα έπιπλά του ταξιδεύουν σ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό κάνοντας σχεδόν το γύρο του κόσμου.

Κοντά του μαθήτευσαν οι περισσότεροι σημερινοί νέοι σκαλιστάδες, καθένας από τους οποίους ανέπτυξε τη δική του προσωπικότητα και τεχνοτροπία. Στο “μαθητικό” δυναμικό του Δ. Καμαρού δεν ανήκει ο Προκόπης Σκοπελίτης, ο κατ’ εξοχήν τεχνίτης σκαλιστών εικόνων, που είναι αυτοδίδακτος, όπως και μερικοί νεότεροι ξυλογλύπτες που δημιουργούν δικές τους σχολές.
Όλα τα ξυλόγλυπτα (σεντούκια, γραφεία, τραπέζια, καρέκλες, κρεβατοκάμαρες, σκρίνια, σεκρετέρ, καθρέφτες, εικόνες κ.λ.π) είναι χειροποίητα, άρτια τεχνικά, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισκέπτονται την Αγιάσο ειδικά για να παραγγείλουν σκαλιστά χειροποίητα έπιπλα.
Δομημένο Περιβάλλον
Πολεοδομία και Ρυμοτομία

Ο οικισμός Αγιάσου είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός με το από 19.10/13-11-1978 Π.Δ. (ΦΕΚ 594/Δ΄/13-11-1978). Αναπτύχθηκε με βάση έναν πρωταρχικό άξονα. Ο χαρακτήρας του είναι αστικός (συνεχές οικοδομικό σύστημα) και οι αυλές λείπουν τελείως ή είναι ελάχιστες. Ο οικισμός αναπτύσσεται γύρω από την εκκλησία της Παναγίας σε σχήμα χωνιού. Προς αυτήν οδηγούν όλοι οι κύριοι δρόμοι με διεύθυνση κάθετη προς τις υψομετρικές καμπύλες. Καθώς από την περιφέρεια του χωνιού συγκλίνουν προς το κέντρο, συναντιούνται σε οξείες γωνίες που η διαμόρφωσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της Αγιάσου. Οι απότομες κλίσεις υπαγορεύουν επίσης (λόγοι στατικότητας) τη διαμόρφωση στενομέτωπων σπιτιών, σε τρόπο που οι τοίχοι τους να δημιουργούν αντιστήριξη του ενός με το άλλο. Και επειδή είναι δύσκολο να υπάρξουν αυλές, το πράσινο ξεχύνεται στα μπαλκόνια και γεφυρώνει τους δρόμους που για τους Αγιασώτες είναι χώροι ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι τα καφενεία τους στην κεντρική πλατεία της αγοράς είναι συμφιλιωμένα με το δρόμο κι έχουν μεγάλα ανοίγματα που κλείνονται με τζαμωτά, για να εξουδετερώνουν το φράγμα του τοίχου και να ενοποιούν τους μέσα και τους έξω χώρους. Η Καρυά και το Σταυρί συγκεντρώνουν τα καλύτερα δείγματα παλιών αρχοντικών.

Οικοδομική και Αρχιτεκτονική

Είναι φανερή η ομοιότητα με την απέναντι μικρασιατική ακτή από τα χρησιμοποιούμενα οικοδομικά υλικά και τους τρόπους κατασκευής. Τα κυριότερα παραδοσιακά υλικά είναι η πέτρα και το ξύλο, που προέρχονται είτε από ντόπιες πηγές είτε από τη Μικρασία. Από τα πετρώματα του νησιού, τα ηφαιστειακά του βόρειου τμήματος είναι τα καλύτερα, γιατί συχνά παρουσιάζονται σε μορφή τόφφων με συμπαγή σύσταση και ποιότητα που τα κάνει κατάλληλα για λεπτή αρχιτεκτονική επεξεργασία. Το ξύλο το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του νησιού από πεύκα, καστανιές, λεύκες και κυπαρίσσια. Όλες οι οριζόντιες φέρουσες κατασκευές, τα πατώματα, οι στέγες και τα πρέκια των ανοιγμάτων φτιάχνονται από ξύλο. Από ξύλο επίσης φτιάχνονται λεπτοί μη φέροντες τοίχοι, σκάλες, δάπεδα, οροφές, κουφώματα, κιγκλιδώματα και εντοιχισμένα έπιπλα.

Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι όλο πέτρινοι ή βλέπουμε και την παρεμβολή στρώσεων από τούβλα στην τοιχοποιία κατά το βυζαντινό πρότυπο. Στις γυμνές τοιχοποιίες φαίνεται καθαρά όλη η μαστοριά του τεχνίτη, κυρίως στην προσεκτική κατασκευή των γωνιών και στο αρμολόγημα. Για την κατασκευή των κονιαμάτων χρησιμοποιούνται ο ασβέστης (στα τέλη του 19ου αιώνα), η άμμος και ο πηλός, ενώ οι πιο προσεγμένες κατασκευές έχουν κτιστεί με κουρασάνι (μείγμα από ψιλοκοπανισμένα κεραμίδια, νερό και ασπράδια αυγού). Στον τελευταίο όροφο συναντούμε λεπτούς τοίχους από μπαγδατί. Είναι φτιαγμένοι από ξύλινο σκελετό που πάνω του καρφώνονται ξύλινες οριζόντιες πήχες που σοβατίζονται και από τις δυο μεριές με ασβεστοκονίαμα εμπλουτισμένο με φλοιούς δημητριακών, ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (κιντίρ) για μεγαλύτερη συνοχή. Ο λόγος που προτιμάται η ελαφριά αυτή κατασκευή στους ψηλότερους ορόφους είναι ότι προσφέρεται για το άνοιγμα πολλών παραθύρων και φεγγιτών και ότι κυρίως δίνει τη δυνατότητα να σχηματιστούν προεξοχές του πατώματος, τα λεγόμενα σαχνισίνια, που αυξάνουν σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο. Η αφθονία του ξύλου είναι ο σημαντικότερος λόγος που η θολωτή κατασκευή στην Αγιάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Εκτός από τους τοίχους των οικοδομών, οι πελεκάνοι (πετράδες) έχτιζαν και τους χαρακτηριστικούς αναληματικούς ξερότοιχους (σέτια) που συγκρατούσαν το χώμα στις πλαγιές των βουνών επιτρέποντας τη δενδροφύτευσή τους σχεδόν ως την κορυφή. Εκτός από την πέτρα και το ξύλο συναντούμε επίσης μια περιορισμένη χρήση σιδηρών κατασκευών, κυρίως σε αντηρίδες, σε φεγγίτες και σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών.

Όσο για τη διαμόρφωση των εξωτερικών οριζόντιων επιφανειών, αυτές συνήθως στρώνονται με πέτρινες πλάκες. Οι δρόμοι καλύπτονται με λιθόστρωτο (άσπρη πέτρα) που λέγεται ντουσεμές. Για να διευκολύνεται το ξενέρισμα των δρόμων, κατασκευάζεται στη μέση τους αυλάκι (λαγκαδούρ’). Σε ίσα περίπου διαστήματα και κάθετα προς τη διεύθυνση του λιθόστρωστου κατασκευάζονταν τα κιγλίτσια, που έμοιαζαν με σκαλοπάτια. Η κατασκευή αυτή βοηθούσε τους πεζούς και τα ζώα να ανεβοκατεβαίνουν με μεγαλύτερη σιγουριά το καλντερίμι αντιμετωπίζοντας την απότομη κλίση ή την ολισθηρότητά του, ανέκοπτε την ορμή των όμβριων νερών που κυλούσαν στο λαγκαδούρ’ περιορίζοντας έτσι τις ζημιές από πλημμύρες και διατηρούσε τη συνοχή της πατουμένης μη επιτρέποντας την αποδόμησή της. Τις τελευταίες δεκαετίες καθιερώθηκε η χρήση κυβόλιθων των Μυστεγνών (παβέδων). Οι μέθοδοι κατασκευής δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Το παραδοσιακό σπίτι

Το παραδοσιακό σπίτι, συνήθως, είναι διώροφο και περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα μέσα σε μια μικρή αυλή, έτσι που το σύνολο να αποτελεί μια κλειστή προς το δρόμο μονάδα. Οι μονάδες αυτές είναι κολλητές η μια στην άλλη ή χωρίζονται με στενές λουρίδες όπου υπάρχουν αυλάκια που εξυπηρετούν την αποχέτευση. Η καθαυτό κατοικία περιορίζεται στον όροφο του κυρίως σπιτιού όπου ανεβαίνει κανείς με ξύλινη εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο βρίσκεται το κατώγ’ όπου αποθηκεύεται το λάδι και άλλα τρόφιμα. Οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, ντάμια για τα κατοικίδια, φούρνος, πλυσταριό, αποχωρητήριο, μπαίνουν οι περισσότεροι στην αυλή και μερικοί στο ισόγειο μαζί με το κατώγ’. Απέναντι στη μέσ’ αυλή υπάρχει ένα ξύλινο πατάρι, ο σουφάς, για να καλύπτονται οι πρόσθετες ανάγκες χώρου που δημιουργεί η έλλειψη αυλής.
Τα δυο κύρια δωμάτια του ορόφου είναι ο ουντάς και το μαγειρειό, τα οποία συνδέονται με το αξάτο, που είναι ο χώρος όπου βγαίνει η σκάλα.
Στο χαμηλότερο μέρος του μέσα σπιτιού υπάρχει αρχικά το τζάκι, με τη γωνιά και το ράφι του από πάνω στολισμένο, δυο αντικριστοί καναπέδες κατά μήκος των τοίχων, και ο σουφράς που γύρω του γευματίζει η οικογένεια καθισμένη καταγής.

Η επίπλωση των σπιτιών αποτελείται κυρίως από ξύλινα εντοιχισμένα έπιπλα, που δένουν αρμονικά με τον ξύλινο διάκοσμο των ορόφων και τις επιμελημένες ταμπλαδωτές πόρτες. Το πιο σημαντικό κινητό έπιπλο είναι η ξυλόγλυπτη κασέλα, το σιντούτσ’. Εκτός από την εξυπηρέτηση λειτουργικών σκοπών, αποτελούσε συγχρόνως και διακριτικό γνώρισμα της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη. Εντύπωση προκαλούν οι ευφυείς λύσεις που επινοούνται για να καλυφθούν λειτουργικές ανάγκες με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση χώρου. Έτσι, βλέπει κανείς παράθυρα που είναι συγχρόνως και πλύστες, πλύστες που είναι μαζί και πιατοθήκες, πόρτες που λειτουργούν συγχρόνως και σα φύλλα ντουλαπιών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κομψές και προσεγμένες δημόσιες βρύσες. Τις συναντάμε έξω από τις εκκλησίες ή στον περίβολό τους, σε σταυροδρόμια, στην πλατεία ή και σε απλούς δρόμους. Αντιπροσωπευτικότερη είναι αυτή στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Είναι με πέτρινο τόξο σχηματιζόμενο από πεσσούς. Τα στολίδια της είναι απλά σύμβολα (ρόδακες, ρόμβοι) που είναι σκαλισμένα πάνω στα λαξευτά της μέρη.
Η Παναγία της Αγιάσου
Το Προσκύνημα της Παναγίας

Το 1170 οι καλόγεροι της Καρυάς έχτισαν - με άδεια του τότε διοικητή Λέσβου Κωνσταντίνου Βαλέριου - την εκκλησία της Παναγίας, στο ύψωμα που βρισκόταν τα οστά του Αγάθωνα. Ο ναός ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1173. Διατηρήθηκε επί 633 χρόνια. Γύρω στην εκκλησία σχηματίστηκε ένας μικρός οικισμός ο οποίος εξελίχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε μεγάλη και αξιόλογη κωμόπολη. Όταν το νησί υποδουλώθηκε στους Τούρκους, πολλοί χριστιανοί πήραν τις οικογένειές τους και κατέφυγαν στην εκκλησία της Παναγίας για να σωθούν.

Επειδή όμως ο πρώτος ναός ήταν πλέον ετοιμόρροπος και επικίνδυνος, λόγω της φθοράς του χρόνου, κατά το έτος 1806 με την πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιερεμίου και των προκρίτων της Αγιάσου κατεδαφίστηκε και κτίστηκε νέος ναός, μεγαλύτερος, παρόλο που οι τουρκικές αρχές είχαν δώσει αυστηρή εντολή να αναγερθεί ο νέος ναός πάνω στα θεμέλια του παλιού. Ο διάκοσμος του ναού ήταν βαρύτατος, όπως και του παλιού, γιατί τα δωρήματα των χριστιανών ήταν πλούσια. Ο ναός απόκτησε ωραία έργα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, όπως το τέμπλο, το θρόνο, τον άμβωνα, τα προσκυνητάρια. Από το 1783 είχε διαλυθεί το Μοναστήρι του Αγάθωνα και ο ναός είχε γίνει Ενοριακός της Κοινότητας και Ενορίας Αγιάσου.
Ενώ οι τεχνίτες εργαζόταν ακόμη για τα έργα της ξυλογλυπτικής, ξαφνικά, τη νύχτα της 6ης του Αυγούστου 1812, ο ναός έγινε παρανάλωμα της μεγάλης φωτιάς που αποτέφρωσε μεγάλο μέρος της κωμόπολης. Ευτυχώς από τις εικόνες του τέμπλου μόνο μία, η εικόνα του Χριστού, καταστράφηκε, όλες δε οι άλλες διασώθηκαν.

Κατά το έτος 1815 με τις δωρεές, τις οποίες με ενθουσιασμό προσφέρουν οι Χριστιανοί της Αγιάσου, και με τους εράνους που ενεργεί ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος με απεσταλμένους του στην επαρχία, αλλά και στα απέναντι μέρη της Μικράς Ασίας, ανεγείρεται πάνω στα θεμέλια του παλιού νέος ναός, ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα.
Ο ναός χτίστηκε με άδεια του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, που χορηγήθηκε ύστερα από αίτηση των κατοίκων της Αγιάσου, με τον όρο να μη γίνει μεγαλύτερος απ' τον παλιό. Το μήκος του ναού είναι 32,20 μ. και το πλάτος 26,20 μ. Είναι τρίκλιτη βασιλικής με τρεις κόγχες Ιερού Βήματος, τρεις Άγιες Τράπεζες (απ' τις οποίες η δεξιά είναι αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και η αριστερή στον Άγιο Νικόλαο), μαρμάρινο τέμπλο και μεγάλο γυναικωνίτη. Επί πολλά χρόνια ειδικοί τεχνίτες καταγίνονταν με την κατασκευή του τέμπλου, του θρόνου και του άμβωνα. Τα αφιερώματα των πιστών, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες που κοσμούν το ναό, αποτελούν ένα θησαυρό αμύθητης αξίας. Η εσωτερική διακόσμηση του ναού συμπληρώθηκε με νέο έρανο το 1838.

Μια δεύτερη πυρκαγιά, στα 1877, έκαψε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, όχι όμως και την εκκλησία. Τα σπίτια, που μέχρι τότε ήταν από τη μέση και πάνω ξύλινα και προεξείχαν στους στενούς δρόμους χτίστηκαν ξανά πέτρινα και οι δρόμοι μεγάλωσαν. Το χωριό πήρε τη σημερινή μορφή του. Το 1971 το Προσκύνημα της Παναγίας αναγνωρίστηκε και κατά νόμο «Ιερό Προσκύνημα» και διοικείται έκτοτε από πενταμελή Επιτροπή. Το 1977 έγινε η τελευταία ριζική εσωτερική ανακαίνιση του Προσκυνήματος.
Στο μεταξύ, γύρω στο 1453, δηλαδή τότε που αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους, οι Χριστιανοί του ναού βλέποντας ότι η εικόνα της Παναγίας άρχισε να καταστρέφεται από το πέρασμα του χρόνου, ανέθεσαν σ’ έναν καλό αγιογράφο να κάνει ένα πιστό αντίγραφο της παλιάς εικόνας για να κρύψουν την πρωτότυπη. Η εικόνα – αντίγραφο είναι εξαίρετο έργο βυζαντινής τέχνης. Το 1838 η πρωτότυπη εικόνα βρέθηκε κρυμμένη στο εσωτερικό της νεότερης εικόνας της Παναγίας, μέσα σε ξύλινο κουτί και τυλιγμένη σε ύφασμα βουτηγμένο σε κηρομαστίχα, αλλά φοβερά κατεστραμμένη. Η αποκατάσταση των φθορών που δημιούργησε ο χρό
Η χλωρίδα του ορεινού όγκου Ολύμπου
Η Λέσβος, λόγω των ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών (άνεμοι, νέφωση, θερμοκρασία, υγρασία κλπ) και της μορφολογίας - ορογραφίας του εδάφους της, έχει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες της Ελλάδας ! Η χλωρίδα της περιλαμβάνει περισσότερα από 1.400 taxa (είδη και υποείδη) ανώτερων φυτών. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Κρήτη, που έχει έκταση 5,5 φορές μεγαλύτερη από τη Λέσβο, διαθέτει περίπου 1.750 έως 1.800 taxa, τότε αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του πλούτου της λεσβιακής χλωρίδας. Πολλά από αυτά τα είδη είναι σπάνια και παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυτογεωγραφικό και οικολογικό ενδιαφέρον.

Όλυμπος Αγιάσου! Αυτή η αγέρωχη κορφή που αναδύεται μέσα από τις λογής αποχρώσεις μιας πράσινης θάλασσας. Αυτός ο επιβλητικός βιγλάτορας του Αιγαίου, που απ’ την κορφή του σου προσφέρει μια μαγευτική θέα, που απλώνεται πέρα, ως τη μικρασιατική γη. Αυτός ο κακοτράχαλος βραχώδης όγκος που μες στη γύμνια του κρύβει έναν τεράστιο θησαυρό : έναν ανείπωτο πλούτο σπάνιων φυτικών και ζωικών ειδών, που μόλις πριν λίγα χρόνια κανένας μας δεν μπορούσε να φανταστεί! Ο γέρο-Όλυμπος, σα στοργικός πατέρας, φρόντισε να προικίσει τη νυφούλα του, την Αγιάσο, με μια τέτοια ευλογημένη παρακαταθήκη. Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του ορεινού όγκου του Ολύμπου, όπως έχουν ήδη καταγραφεί και αξιολογηθεί μέσα από μελέτες και έρευνες της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Ο πλούτος αυτός οφείλεται μεταξύ άλλων στην ποικιλία των βιοτόπων του νησιού, την ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων του, τη μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου, τη γειτνίαση με τη Μικρά Ασία και τον από γεωλογική άποψη πρόσφατο αποχωρισμό του ανατολικού Αιγαίου απ’ αυτήν.

Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου είναι ενταγμένος στον επίσημο κατάλογο βιοτόπων του CORINE - Land Cover. Επίσης, είναι τμήμα της περιοχής με την ονομασία «Κόλπος Γέρας, Έλος Ντίπι και Όρος Όλυμπος» που περιλαμβάνεται στον επιστημονικό και εθνικό κατάλογο του ευρωπαϊκού δικτύου προστατευόμενων περιοχών «Νatura 2000» (με τον κωδικό GR4110005). Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως «Σημαντική περιοχή για τα πουλιά (ΙΒΑ)». Η περιοχή βρίσκεται στο Ν.Α. τμήμα της Λέσβου. Από γεωλογική άποψη αποτελείται από αλλουβιακές αποθέσεις (γύρω από τον κόλπο της Γέρας), μάρμαρα, σχιστόλιθους, πυροξενο-περιδοτίτες και ολιβινίτες. Το όρος Όλυμπος (968 μ.) καλύπτεται από δάση καστανιάς και τραχείας πεύκης, ενώ η κορυφή του είναι γυμνή και βραχώδης. Ο ορεινός όγκος Ολύμπου είναι η χλωριδικά πιο ενδιαφέρουσα περιοχή της Λέσβου, από άποψη τόσο αριθμού ειδών όσο και παρουσίας ελληνικών ενδημικών και σπάνιων ειδών. Διαθέτει μεγάλο αριθμό τύπων οικοτόπων (συγκαταλέγεται στο 7% των περιοχών του δικτύου «Φύση 2000» με τη μεγαλύτερη ποικιλία οικοτόπων), αλλά και σημαντικών ειδών (συγκαταλέγεται στο 17% των περιοχών με μεγαλύτερους αριθμούς σημαντικών ειδών).

Μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων και ζωντανών οργανισμών συναντάται σε μια σχετικά μικρή έκταση. Κυρίαρχες φυτοκοινωνίες είναι ένα μη αυτοφυές δάσος καστανιάς (Castanea Sativa L.) έκτασης 8.000 στρεμμάτων περίπου που διαδέχεται ένα εκτεταμένο και πυκνό σύστημα από τραχεία πεύκη (Pinus brutia). Τα δάση της καστανιάς και της τραχείας πεύκης που καλύπτουν το βουνό βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση, ενώ ένα μικρό τμήμα του καλύπτεται με μαύρη πεύκη, που αποτελεί και οικότοπο προτεραιότητας (Δάση ορεινών κωνοφόρων με πευκοδάση Pallas) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ένας ακόμη οικότοπος προτεραιότητας «Pseudo-steppe with grasses and annuals» συναντάται σ’ έναν πολύ περιορισμένο χώρο στην περιοχή.

Ιδιαίτερα οικολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής είναι επίσης οι ορο-μεσογειακοί σχηματισμοί με τα είδη Astragalus και τη σπάνια Silene urvillei. Ο Όλυμπος αποτελεί μέρος εξάπλωσης του στενότοπου ενδημικού Alyssum lesbiacum και 8 ακόμα ενδημικών φυτών που προστατεύονται από την Ελληνική Νομοθεσία (Π.Δ. 67/81), καθώς και τη μόνη θέση στο νησί της σπανιότατης Festuca pseudosoupina (ενδημικής των νησιών Λέσβου και Χίου). Επίσης, πλούσια είναι η χλωρίδα των γαιοφύτων και ειδικά των σπάνιων ορχεοειδών (υπάρχουν 12 είδη ορχιδέας, ευαίσθητα, προστατευόμενα από τη συνθήκη CITES, που θεωρούνται σπάνια στην Ελλάδα και στην Ευρώπη), όπως η Comperia comperiana. Σπάνια ή πολύ σπάνια σ’ όλη την Ελλάδα είναι ορισμένα είδη και υποείδη που φύονται στην περιοχή του Ολύμπου σε σχετικά υγρές περιοχές και χωρίς να είναι αυστηρώς υγρόφιλα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα Fritillaria pontica Wahlenb, Paeonia mascula, είδη του γένους Τulipa και άλλα. Τα περισσότερα απ’ αυτά έχουν και διακοσμητική αξία. Φύονται συνήθως σε θέσεις μακριά από τη θάλασσα στο εσωτερικό του νησιού, σε σκιερές, δασώδεις περιοχές ή μερικές φορές κοντά σε τρεχούμενα νερά, τα οποία όμως δεν έχουν μόνιμη ροή. Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα σπάνια και ενδιαφέροντα φυτά του δασικού όγκου Ολύμπου.
Υπάρχουν πολλά άλλα εξίσου σημαντικά, ώστε να μπορεί αβίαστα η περιοχή να χαρακτηριστεί βοτανικός παράδεισος. Ελάχιστα όμως απ’ αυτά περιλαμβάνονται στο «Red data book of rare and threatened plants of Greece» (Phitos et al. 1995), όπου προτείνονται και μέτρα προστασίας τους.

Ο Λεσβιακός Όλυμπος
Η οροσειρά του Ολύμπου καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της νότιας Λέσβου δημιουργώντας το γεωφυσικό ανάγλυφο ανάμεσα στους δυο κόλπους του νησιού. Ο ελαιώνας, μέρος του δάσους τραχείας πεύκης και ο καστανιώνας καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνεια η οποία παρουσιάζει έντονη πτύχωση με βαθιές ρεματιές.
Μεγάλοι χείμαρροι, όπως ο Ευεργέτουλας, ο Σεδούντας, ο Πριόνας, ο Βούρκος και ο Βούβαρης, δημιουργούν περάσματα προς την ενδοχώρα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως οδοί επικοινωνίας στο ορεινό αυτό τμήμα του νησιού. Λιθόστρωτα που δείχνουν αυτό το πυκνό οδικό δίκτυο σώζονται ακόμα παντού. Το γεωλογικό υπόβαθρο είναι ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι στο ανατολικό τμήμα και μεταγενέστερος ηφαιστειακός ιγνιβρίτης στην περιοχή του Πολιχνίτου.

Η παρουσία του ανθρώπου ανιχνεύεται στην περιοχή από την παλαιολιθική εποχή με τα εργαλεία στην περιοχή του Πολιχνίτου όπου υπάρχουν οι θερμές πηγές. Κατά τη Νεολιθική περίοδο και την εποχή του Ορειχάλκου, εκτός από τις παραθαλάσσιες θέσεις (Κουρτήρ και Χαλακιές κόλπου Καλλονής και Αγ. Βαρβάρα Πλωμαρίου), έχουν εντοπιστεί και αρκετές μικρές θέσεις σε λόφους, αγροτοκτηνοτροφικοί οικισμοί στην πολιτισμική ομάδα του πολιτισμού του ανατολικού Αιγαίου.
Με την αιολική εγκατάσταση από την 1η π.Χ. χιλιετία η περιοχή του Ολύμπου καταχωρίζεται από τα δεδομένα στην επικράτεια της Αρχαίας Μυτιλήνης, εκτός από τη δυτική παραλιακή λωρίδα στον κόλπο της Καλλονής (περιοχή Πολιχνίτου), η οποία ανήκει στην Πύρρα (περιοχή Αχλαδερής).
Ο ασβεστολιθικός εντυπωσιακός κώνος του Ολύμπου δεσπόζει στην περιοχή με τα 967 μέτρα της κορυφής του, καλυμμένης τώρα από ποικίλες τηλεοπτικές κεραίες. Κάτω από αυτόν απλώνεται η κωμόπολη της Αγιάσου με το πασίγνωστο προσκύνημα της Παναγίας και την παραδοσιακή οικιστική της δομή. Περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση, όπου κύριο ρόλο παίζουν οι καστανιές, οι ελιές και τα πεύκα. Βασικά μεσαιωνικός οικισμός, προστατευόταν από το μικρό οχυρό του Καστελιού, σε οχυρό λόφο της εισόδου (8ος – 9ος μ.Χ. αιώνας και περίοδος Γατελούζων από νομισματικά ευρήματα) και από τον μεγάλο περίβολο του Ξυλοκάστρου σε υψηλότερο σημείο.
Η έρευνα που έγινε τα τελευταία χρόνια έδειξε την ύπαρξη αρχαίων θέσεων στην περιοχή, στην άμεση γειτονία του Ολύμπου. Έγινε η υπόθεση της ύπαρξης οχυρών παρατηρητηρίων των περασμάτων, τα οποία πιθανόν να όριζαν και τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις δύο επικράτειες (Μυτιληναία και Πυρραία). Στο βαθύ πέρασμα του ποταμού Πριόνα από τα νότια παράλια, βορειότερα από το χωριό Νεοχώρι, δεσπόζει απόκρημνο βραχώδες ύψωμα με το τοπωνύμιο «Τ’ Σκλιου του μάρμαρου – το μάρμαρο του σκύλου». Στο πλάτωμα της κορυφής εντοπίσαμε αρχαία εγκατάσταση με κεραμική της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Η θέση προσφέρει επιτήρηση όλης της περιοχής.
Στο λόφο του Καστελιού, ο οποίος δεσπόζει στο βόρειο άκρο του περάσματος με τις χαραδρώσεις του ποταμού Ευεργέτουλα, εντοπίσαμε υλικό (κεραμική και νομίσματα που μας επιδείχτηκαν) αρχαίας εγκατάστασης (5ος – 3ος π.Χ. αιώνας), η οποία καταλάμβανε το φύσει οχυρό βραχώδες ύψωμα, πιθανόν στη θέση του μεταγενέστερου βυζαντινού οχυρού. Το ύψωμα αποτελεί έξαρση στη ΒΑ πλευρά του Ολύμπου.

Στην κορυφή του Ολύμπου δεν είχε εντοπιστεί τίποτα μέχρι πρόσφατα. Ούτε αναφέρεται τίποτα από την αρχαία γραμματεία σε αντίθεση με το άλλο βουνό, το Λεπέτυμνο, για το οποίο έχουμε αρκετές αναφορές και εντοπίσαμε το «ιερό κορυφής» στον Άι Λια.
Στη δυτική απόκρημνη πλευρά του Ολύμπου, σε σπήλαιο εντοπίστηκε όστρακο από αγγείο πιθανόν της Μέσης Χαλκοκρατίας, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση της θέσης (σπηλιά της Ροδιάς).
Στις 11 Οκτωβρίου επισκεφτήκαμε την κορυφή του Ολύμπου όπου υπάρχει πυροφυλάκιο και το εκκλησάκι του Άι Λια. Δίπλα του υπάρχει πηγάδι. Δρόμος ανεβαίνει από τη δυτική του πλευρά, ενώ ένας άλλος δρόμος κατηφορίζει προς την Αγιάσο, μέσα από την υπέροχη φύση του καστανιώνα. Ένα πανάρχαιο λιθόστρωτο οδηγεί από την κωμόπολη στην κορυφή, όπου εορτάζεται ο Προφήτης Ηλίας με θυσία ζώου (κισκέτς). Από την κορυφή η θέα προς όλο το νησί είναι πανοραμική. Υπάρχει άμεση όραση και προς τις δύο άλλες θέσεις που προαναφέρθηκαν.
Η βραχώδης κορυφή με άξονα Β προς Ν έχει διαμορφωθεί σε πλάτωμα στο βορινό της ήμισυ και φιλοξενεί το πυροφυλάκιο, το εκκλησάκι και τα κτίρια των κεραιών. Το νότιο ήμισυ παραμένει ανέπαφο, βραχώδες με ομαλή κλίση προς τη δυτική πλευρά, ενώ ο δρόμος έχει «κόψει» την πλαγιά ανατολικά χωρίς ευτυχώς να επηρεάσει τη γραμμή της κορυφής.
Πριν από καιρό είχε βρεθεί στην κορυφή κομμάτι από αγγείο και ένα χάλκινο έλασμα (Δημήτρης Β. Μαϊστρέλλης). Το όστρακο είναι πυθμένας αγγείου και φέρει στην έξω επιφάνεια μελανή χρώση (μελαμβαφές). Κατά την επιτόπια έρευνα εντοπίστηκαν λείψανα αρχαίας εγκατάστασης και άφθονη κεραμική. Συγκεκριμένα, στη δυτική βραχώδη πλαγιά της κορυφής (του νότιου τμήματος) υπάρχει τοίχος, όπου διατηρούνται διαταραγμένοι δύο ή και ένας στίχος από λίθους, και ο οποίος επισημαίνεται σε αρκετό μήκος από Β προς Ν. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς την ύπαρξη λεσβίας δομής στη συναρμογή των ασβεστολιθικών, ημιλαξευμένων λίθων. Στη νότια άκρη του σχηματίζεται ορθή γωνία και το θεμέλιο προχωρεί προς την κορυφή (ανατολικά).

Στο χώρο που περικλείεται ανάμεσα στον επιμήκη τοίχο και στην κορυφή παρατηρούνται θεμέλια κτισμάτων ή κτίσματος, πολύ διαταραγμένα. Ένα κομμάτι, κοντά στην κορυφή, αποτελείται από δυο σειρές λίθων (έμπλεκτο σύστημα). Η ανεύρεση κεραμιδιών (στρωτήρες και ένας καλυπτήρας) αποδεικνύει την ύπαρξη κεραμοσκέπαστου κτιρίου. Η κεραμική, από κόκκινο πηλό, είναι ως επί το πλείστον άγραφη και αποτελείται από όστρακα μεγάλων και μικρών χρηστικών αγγείων και πιθαριών. Ανάμεσά τους εντοπίστηκε όστρακο από χείλος μελαμβαφούς αγγείου, παρόμοιο του πυθμένα, και άλλο ένα μικρότερο με χρώση και στις δύο επιφάνειες. Η πιθανή χρονολόγηση κυμαίνεται από την κλασική στην ελληνιστική περίοδο.
Οι υποθέσεις που μπορούν να γίνουν από την επιφανειακή εκτίμηση είναι η ύπαρξη ενός «ιερού κορυφής» , πάλι σε θέση του Άι Λια, και μάλιστα στο βουνό με το όνομα Όλυμπος. Αυτό βέβαια απαιτεί περαιτέρω έρευνα, ίσως την ανεύρεση ειδωλίων και, στην καλύτερη περίπτωση, ανασκαφή. Ίσως η κατά μήκος της πλαγιάς κατασκευή να αποτελούσε αναλημματικό τοίχο διαμορφωμένου επίπεδου χώρου που φιλοξενούσε τα κτίσματα του ιερού. Η κατασκευή του (απλή σειρά λίθων) ταιριάζει με την αναλημματική του χρήση. Άλλη υπόθεση είναι η ύπαρξη οχυρωματικού παρατηρητηρίου της κραταιάς Μυτιλήνης στην επιβλητική κορυφή, με περίβολο και εσωτερικά κτίσματα, όπως οι πολλές άλλες περιπτώσεις σ’ όλο το νησί.
Όποια κι αν είναι όμως η χρήση της αρχαίας εγκατάστασης, η σημασία της είναι εμφανής αφού εντοπίζεται στην κορυφή του υπέροχου λεσβιακού Ολύμπου, ο οποίος έχει στη δυτική του πλευρά έναν ορεινό κάμπο (Καμπιά) με νερά και καλλιέργειες, έναν τόπο που στηρίζει το θρύλο της ύπαρξης ποιμενικών θεών και νυμφών, στις δροσοστάλαχτες δασωμένες του πλαγιές.
(«Εμπρός», Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2006, σελ. 19, του Μάκη Αξιώτη, Ιατρού)
(«Αρχαιολογία και Τέχνες» τριμηνιαίο περιοδικό, τεύχος 105, Δεκέμβριος 2007, σελ. 96, 97, του Μάκη Αξιώτη, Ιατρού)
ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ
Διαχρονικά: Ένα σημαντικό οχυρό. Καθώς ο δρόμος έρχεται προς την Αγιάσο, μετά τη διασταύρωση προς το Σταυρί, έχει δεξιά του τη βαθιά ρεματιά της «Περασιάς». Η Περασιά, το «Πέρασμα», έρχεται από πολύ ψηλά και μαζεύει τα νερά της κωμόπολης. Έρχεται από τα Πιτζίλια με τα γνωστά οικιστικά λείψανα που ανήκουν στη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Από το δρόμο αυτόν της εισόδου φαίνεται στον ορίζοντα το άλλο μεγάλο οχυρωματικό έργο, το Ξυλόκαστρο.

Επάνω σ’ αυτό το πέρασμα υψώνεται και ο απόκρημνος βράχος που φιλοξενεί το Καστέλι στην κορυφή του. Το ύψωμα πευκόφυτο έως επάνω ενώνεται στα βόρεια με ένα άλλο απόκρημνο βραχώδες βουνό που αποτελεί τη δυτική πλευρά της ρεματιάς έως τον Άγιο Δημήτρη.
Στο Καστέλι ανηφορίζει λιθόστρωτο που έρχεται κάτω από πανέμορφα, υψίκορμα πεύκα στην κορφή. Εκεί επάνω στο διαμορφωμένο χώρο υπάρχει ο Ταξιάρχης, μια μαρμάρινη βρύση και μια στέρνα με σιντριβάνι. Το κτίσμα του βυζαντινού οχυρού είναι ορθογώνιο με παχείς τοίχους, φτιαγμένο από αλάξευτη ασβεστόπετρα και κουρασάνι. Υψηλότερη η ανατολική του πλευρά και μετά κατηφορίζει σε χαμηλότερο επίπεδο όπου διατηρείται καλά και το δυτικό τείχος ανάλογης κατασκευής. Υπάρχουν και αρκετές νεότερες προσθήκες. Στη δυτική πλευρά, στη ρίζα του βράχου, που στηρίζει το οχυρό έρχεται ο παλιός δρόμος. Εκεί που συναντά το νεότερο λιθόστρωστο υπάρχει κομμάτι τείχους ανάλογης κατασκευής που μάλλον πρόκειται για προτείχισμα προστασίας της εσόδου. Το υλικό σε κεραμική είναι αφθονότατο στις πλαγιές και εντός του οχυρού. Πιθάρια, τούβλα και κεραμίδια δείχνουν την ύπαρξη εγκατάστασης εντός του χώρου του Καστελίου. Πληροφορίες από νομίσματα που βρέθηκαν κατά καιρούς χρονολογούν την ύστερη φάση του οχυρού κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους (8ος – 9ος μ.Χ. αιώνας) και μετά από ένα κενό στην εποχή των Γατελούζων (1355-1462).

Φαίνεται ότι το μικρό αυτό κάστρο έπαιξε το ρόλο του προμαχώνα στους οικισμούς που βρισκότανε από την Αγιάσο έως το Σανατόριο.
Ίσως και στην ίδια την Αγιάσο αφού, σύμφωνα με έρευνα του φίλου μου Ανδρέα Μαζαράκη, στα αρχεία της Γένοβας ο Επίσκοπος Χίου Λέανδρος τον αναφέρει με το ίδιο όνομα στα 1462 (νεότερες καταγραφές σαν Αγία Σιών στα 1565 και 1653). Πιστεύω ότι το Ξυλόκαστρο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε στην ίδια εποχή σαν περίβολος καταφυγής και σαν τόπος επισκόπησης όλης της γύρω περιοχής.

Όμως επάνω στο Καστέλι η Ιστορία πάει πολύ βαθύτερα. Ανάμεσα στα όστρακα των αγγείων υπάρχουν αρκετά τεφρά Λεσβιακά και μερικά μελαμβαφή που αποτελούν την απόδειξη της ύπαρξης αρχαίου οχυρού σε τούτη την κορφή (ίσως από τον 6ο π.Χ. αιώνα). Εδώ σίγουρα το λόγο έχει το βαθύ πέρασμα που έρχεται από την άλλη πλευρά δυτικά του οχυρού, ανάμεσα σ’ αυτό και στον Όλυμπο. Αυτό έρχεται σαν συνέχεια του μεγάλου περάσματος του Πριόνα που αρχίζει από τη Δρότα και βγάζει μέσω Αγίου Δημητρίου στον κάμπο του Ίππειους. Την άλλη άκρη του περάσματος, στα νότια, έλεγχε το άλλο οχυρό που περιέγραψα επάνω στο ύψωμα με το όνομα «τ’ Σκλιου του μάρμαρου». Έτσι, πιστεύω ότι αυτά τα οχυρά θα βρισκότανε επάνω στη συνοριακή γραμμή Μυτιληναίας – Πυρραίας, η οποία μάλλον βρισκότανε ανατολικά και όχι δυτικά του Ολύμπου.
Εκείνο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι οι ενδείξεις ύπαρξης και προϊστορικής θέσης σε τούτη την κορφή οι οποίες όμως χρειάζονται επιπλέον έρευνα για να καταστούν αποδείξεις.
(«Εμπρός», Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 1998, του Μάκη Αξιώτη)

Τ’ ΣΚΛΙΟΥ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ, Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΓΕΡΟΒΡΑΧΟΣ
Το Νεοχώρι, ο Μπορός όπως είναι γνωστό, είναι χτισμένο επάνω στο μεγάλο πέρασμα του ποταμού Πριόνα που ονομάζεται Καλιαμάς καθώς κατηφορίζει πέρα απ’ αυτό.
Αυτό το πέρασμα είναι βαθύ και φτάνει μέχρι την Αγιάσο και από εκεί έρχεται με τις ρεματιές του Ευεργέτουλα στον Κάμπο του Κόλπου της Γέρας. Ένα ποτάμι «μαγικό», μοναδικό στην ομορφιά, όπου στα κρυστάλλινα νερά του καθρεφτίζονται πλατάνια, φτέρες, ξύλινα γεφυράκια, ερείπια υδρόμυλων και οπωροφόρα που στην περιοχή της Αγιάσου (Πόταμα) αποτελούν ένα μοναδικό δενδρόκηπο. Καστανιές, μηλιές, απιδιές και κερασιές ανάκατες με λευκωπούς βράχους, πεύκα, κυπαρίσσια, αέναες πηγές και κρωξίματα αετών και κορυδαλλών.
Είναι γνωστό το ύψωμα στο Ακράσι (πέρα Πλάτη) και του Μπορού (Καστρέλι) που ακριβώς επάνω απ’ αυτό το πέρασμα φιλοξενούσαν προϊστορικές θέσεις.
Από τον Μπορό, καθώς κοιτάζεις προς τα βόρεια, εκεί που χάνεται η ρεματιά, δεξιά της σταματά το βλέμμα ένα βουνό που στεφανώνεται από λευκό βράχο, επίπεδο στην κορυφή. Ρωτάς και σου απαντούν «Τ’ Σκλιου του μάρμαρου» (Το Μάρμαρο του Σκύλου). Ένας βράχος βιγλάτορας, σημαδιακός, μοναδικός, παντεπόπτης των γύρω τόπων. Και αφού περάσεις το χωριό και ανηφορίσεις το πανέμορφο ποτάμι, ο δρόμος περνά με γεφύρι απέναντι. Είναι οι πλαγιές οι δυτικές του βουνού. Πηγές γάργαρες, οικιστικά λείψανα, πεζούλες, έχουν δώσει το όνομα «Χαλάσματα» εδώ γύρω. Σε λίγο φτάνεις στον αυχένα που το χωρίζει από μία άλλη κορφή, ομαλή τούτη, στα ανατολικά. Ο δρόμος περνά από ανάμεσά τους. Τα σημάδια της καμένης γης ακόμα έντονα στους απογυμνωμένους, καρβουνιασμένους κορμούς των πεύκων. Κι όμως γλίτωσαν αρκετά κι έτσι ο κωνικός, απόκρημνος βράχος ντύνεται ακόμα στην ανατολική και βόρεια πλευρά του από πανέμορφα υψίκορμα δέντρα της τραχείας πεύκης.
Η ανάβαση προς την κορφή σκέτη ορειβασία. Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί ορθώσανε αγροτικό σύρμα εδώ επάνω, στον κρατικό δρυμό. Εκτός κι αν ανήκει σε ιδιώτες. Ογδόντα οκτώ μέτρα από το δρόμο, δυσπρόσιτο το πλάτωμα της κορφής, σε δυο επίπεδα προφυλάσσεται από τους βόρειους ανέμους από βράχους. Ένας φυσικά οχυρωμένος από όλες τις πλευρές γερόβραχος με απέραντη θέα γύρω, σε στρατηγικό σημείο των αρχαίων δρόμων, ίσως επάνω στη συνοριακή γραμμή της Μυτιληναίας με την Πυρραία.
Εδώ λοιπόν επάνω, όπου ένα πυκνό κίτρινο χορτάρι σκέπαζε τα πάντα, βρήκα τα κομματάκια της διαχρονικής διαδρομής από τον άνθρωπο.
Ήταν λοιπόν βίγλα, ίσως οχυρό, ίσως μόνο φρυκτωρία, κομματάκια από μελαμβαφή αγγεία και ένα ρύγχος, σωληνοειδές από αρχαίο λυχνάρι (ίσως ελληνιστικό) χρωματισμένο σκούρο καφέ, δείχνουν τη χρήση του από κάποια φρουρά ίσως.
Όμως η πληθώρα των κομματιών, και αυτά από τις απορροές των νερών στα ρείθρα του πλατώματος, ανήκουν σε μια ακόμα θέση της Χαλκοκρατίας, χιλιάδες χρόνια πριν ξαναπιάσουν το λόφο οι βιγλάτορες της Μυτιλάνας. Χοντρόκοκκα αγγεία με κόκκινο πηλό, ένα με υπολείμματα καστανής στίλβωσης στη μέσα επιφάνεια, χειροποίητα χρηστικά σκεύη αυτής της εποχής, δεν αφήνουν αμφιβολία για την παρακάτω σκέψη: Όπου πηγή νερού, γη για καλλιέργεια και κτηνοτροφία, και φυσική οχύρωση, εκεί και ένα προϊστορικό «στέκι» των μακρινών «προγόνων» του Πολιτισμού του ΒΑ Αιγαίου. Επίσης, σιγά – σιγά γίνεται γνωστό ότι αυτές οι θέσεις ήταν μοναδικές αφού βρίσκονται και μεταγενέστερες οχυρές εγκαταστάσεις στις ίδιες κορυφές.
Οι ορχιδέες της Λέσβου
Οι ορχιδέες είναι η νεότερη οικογένεια λουλουδιών. Αναφέρεται ότι μέχρι σήμερα είναι γνωστά γύρω στις 20.000 – 35.000 είδη που κατανέμονται σε 800 περίπου γένη. Είναι τα περισσότερο διαδεδομένα λουλούδια, έχουν τους μικρότερους σπόρους, τους εξτρεμιστικότερους τόπους ανάπτυξης, τις πλουσιότερες και μικρότερες φόρμες λουλουδιών και φημίζονται για τη διάρκεια της ανθοφορίας τους. Οι ορχιδέες ευδοκιμούν σ’ όλες σχεδόν τις περιοχές της γης. Ιδιαίτερα όμως αναπτύσσονται στις περιοχές των τροπικών ζωνών. Τις ορχιδέες στον ελλαδικό χώρο περιέγραψε από τους πρώτους ο Λέσβιος (Ερέσιος στην καταγωγή) Θεόφραστος (371-287 π.Χ.) που τους έδωσε το όνομα όρχεις, εξαιτίας της ομοιότητας των δίδυμων κονδύλων τους με τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Οι ορχιδέες που ευδοκιμούν στα εύκρατα ή ψυχρά κλίματα – όλες δηλαδή οι ευρωπαϊκές – είναι επίγειες. Τα περισσότερα ορχεοειδή διαθέτουν φύλλα με παράλληλες νευρώσεις και σχεδόν αδιόρατες εγκάρσιες νευρώσεις. Έχουν γενικά λογχοειδές ή ωοειδές σχήμα, είναι ακέραια, δεν διαθέτουν μίσχο (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) και συνήθως περιβάλλουν το βλαστό. Τα άνθη τους είναι μικρά (4-40 χιλ.), έχουν πολύχρωμες αποχρώσεις και απαιτείται μεγέθυνση για να αναδειχθεί η εντυπωσιακή δομή τους.
Όλες οι ορχιδέες της Λέσβου είναι γεώφυτα. Σαν αναπτυγμένα φυτά, διαθέτουν κονδύλους ή ρίζωμα για την αποθήκευση εφεδρικών θρεπτικών ουσιών. Έτσι π.χ. τα γένη Orchis και Ophrys έχουν στρογγυλούς κονδύλους, το γένος Dactylorhiza έχει κονδύλους σε σχήμα δακτύλων, ενώ το γένος Epipactiw διαθέτει ρίζωμα. Οι δυο κόνδυλοι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους σε μορφή και μέγεθος. Ο παλαιός κόνδυλος «χάνεται» μετά την άνθιση και αφού έχει ήδη υλοποιηθεί η επικονίαση – γονιμοποίηση και κατά συνέπεια η παραγωγή των σπόρων του φυτού.
Στα περισσότερα είδη τα φύλλα της βάσης εμφανίζονται την άνοιξη. Σε μερικά ορχεοειδή όμως όπως π.χ. το Spiranthes spiralis σχηματίζονται τα φύλλα της βάσης ήδη από το φθινόπωρο που ανθίζει και το φυτό. Αυτά τα είδη ξεχειμωνιάζουν με ένα ρόδακα ο οποίος σε περιπτώσεις βαρυχειμωνιάς παρουσιάζει την άνοιξη μια παγόπληκτη, κυριολεκτικά ταλαιπωρημένη εικόνα. Σε κάποια άλλα ορχεοειδή όπως π.χ. Dactylorhiza romana, Neotinea maculate ή Orchis iatalica, τα φύλλα είναι στικτά με πορφυρές κηλίδες ή ραβδώσεις. Στις ορχιδέες που φύονται σε ανοικτά -0 φωτεινά μέρη τα φύλλα τους είναι σχετικά μικρά και έχουν σχήμα μακρουλό και στενό. Αντίθετα, σ’ αυτές που προτιμούν σκιερά – καλυμμένα μέρη, όπως π.χ. η Listera ovata, τα φύλλα τους είναι σχετικά μεγάλα, φαρδιά και στρογγυλά, προφανώς για να ανταποκρίνονται καλύτερα στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης.
Η εξάπλωση της οικογένειας των ορχεοειδών στη Λέσβο εκτείνεται γενικά και στις έξι (6) περιοχές βλάστησης που παρατηρούνται στο νησί. Όμως ιδιαίτερη εξάπλωση και ποικιλία έχει στην Τρίτη περιοχή βλάστησης δηλαδή αυτήν της ελιάς και του πρίνου. Τη μέγιστη συχνότητα παρουσίας παρατηρούμε στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, δηλαδή από τον ορεινό όγκο του Ολύμπου μέχρι την ευρύτερη περιοχή Πλωμαρίου, γύρω από τον κόλπο της Γέρας και στη χερσόνησο της Αμαλής. Αυτό έχει την εξήγησή του κυρίως στη γεωλογική σύσταση των εδαφών του ανατολικού τμήματος της Λέσβου. Οι περισσότερες ορχιδέες προτιμούν γενικά τα ασβεστολιθικά εδάφη όπου η οξύτητα είναι βασική εξαιτίας της αυξημένης παρουσίας ασβεστίου.
Πηγή: Γιάννη Α. Καρατζά - Αλκμήνης Γ. Καρατζά. «Ορχιδέες, αγριολούλουδα της Λέσβου. Συμβολή στην απογραφή και επισκόπηση της ορχεοχλωρίδας της Λέσβου.» Εκδόσεις ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ (Αγ. Ειρήνης 7 – 811.00 Μυτιλήνη. Τηλ-fax: 22510-44054. e-mail: promoline@les.forthnet.gr). ISBN: 978-960-7886-04-0.
ΣΠΑΝΙΕΣ ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ
Πριν από χιλιάδες χρόνια, η μάνα Φύση αποφάσισε για τη Λέσβο προικίζοντάς την με μια μοναδική σε ποικιλία χλωρίδα. «Εύδενδρο» και «Λασία» την αποκαλούσαν στην προϊστορική περίοδο κι έτσι κατάφυτη παραμένει μέχρι σήμερα.
Στην κεντρική χερσόνησο της νήσου Λέσβου δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Ολύμπου με υψόμετρο κορυφής τα 967 μ. και στις υπώρειές του, σε υψόμετρο περίπου 500 μ. βρίσκεται η κωμόπολη της Αγιάσου.
Όλη η περιοχή γύρω από τον Όλυμπο αποτελεί ένα φυτολογικό παράδεισο, ιδίως την εποχής της άνοιξης. Ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους βρίσκεται ένα μεγάλο πλήθος κοινών φυτών αλλά και πολυάριθμα φαρμακευτικά φυτά (βότανα), καθώς και αρκετά άλλα σημαντικά και σπάνια για την Ελλάδα και την Ευρώπη φυτικά είδη.
Εκτός των γνωστών φαρμακευτικών φυτών μπιτόνικα ή σιδερίτη, βάλσαμου, φασκομηλιάς και άλλων, ευδοκιμούν και κάποια συνηθισμένα φυτά όπως η παπαρούνα, η ανεμώνη, η αγριοτριανταφυλλιά, οι διαφόρων τύπων μαργαρίτες, τα αγκάθια και πολλά άλλα.
Επίσης υπάρχουν και χαρακτηριστικά φυτά της περιοχής όπως το ορνιθόγαλο, η αριστολόχια, οι αυτοφυείς τουλίπες, η φριτιλάρια, οι παιώνιες, η αγριοβιολέτα, η ψωραλέα και άλλα.
Περιπόθητος όμως στόχος των παθιασμένων ερασιτεχνών αλλά και των εξειδικευμένων επιστημόνων είναι οι αυτοφυείς ορχιδέες. Πρόκειται για μερικά από τα πιο εντυπωσιακά και σπάνια ορχεοειδή της Λέσβου, της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Βέβαια στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάσου, καθώς και σε πολλά άλλα μέρη του νησιού, υπάρχουν και πολλά άλλα είδη ορχεοειδών κοινά, σπάνια, αλλά και μερικές μοναδικές τοπικές παραλλαγές τους.
Ανάμεσα στα πολυάριθμα ορχεοειδή του Ολύμπου ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ακόλουθα:
1. Το γένος Orchis. Το όνομα του γένους το έδωσαν οι δυο στρογγυλές ρίζες του φυτού που προσομοιάζουν σε ανδρικά γεννητικά όργανα. Η ονομασία του είδους Tridentata (τρίδοντος) προέρχεται από το σχήμα του χείλους του άνθους που χωρίζεται σε τρία οδοντωτά λοβία. Η ταξιανθία είναι σχετικά πυκνή και ημισφαιρική. Τα άνθη έχουν ανοιχτό έως σκούρο ροζ χρώμα, φέρουν το κωνικό πλήκτρο που χαρακτηρίζει το γένος (το οποίο όμως δεν έχει μέσα νέκταρ). Τα πλάγια σέπαλα και τα πέταλα του άνθους σχηματίζουν μια κουκούλα. Γονιμοποιείται από έντομα. Προτιμά ημισκιερές θέσεις με ασβεστολιθικά και ουδέτερα εδάφη σε ανοιχτά πευκοδάση και φρυγανότοπους. Ανθίζει από μέσα Απριλίου μέχρι τέλη Ιουνίου σε μέρη με υψηλό υψόμετρο.



2. Το γένος Ophrys και συγκεκριμένα το είδος reinholdii, δηλαδή η ορχιδέα του Ράινχολντ.
Είναι λεπτό φυτό, μεσαίου μεγέθους. Τα άνθη του διαθέτουν τριγωνικά ροζωπά σέπαλα με πράσινη κεντρική φλέβα. Τα πέταλα είναι επίσης τριγωνικά αλλά πολύ μικρότερα και λεπτότερα και έχουν το ίδιο περίπου χρώμα με τα σέπαλα. Το χείλος του άνθους μοιάζει με έντομο γιατί με τον τρόπο αυτό το φυτό ξεγελά με τα χρώματα, το σχήμα αλλά και το μίγμα ουσιών που εκλύει και που προσομοιάζουν με τις φερομόνες των θηλυκών εντόμων, τα άπειρα νεαρά αρσενικά έντομα που προσπαθούν να ζευγαρώσουν με το άνθος και έτσι το γονιμοποιούν. Προτιμά ασβεστολιθικά εδάφη και φύεται κυρίως σε φωτεινά πευκοδάση και φρυγανότοπους. Ανθίζει από τέλη Μαρτίου μέχρι αρχές Μαΐου.



3. Limodorum abortivum. Το όνομα στο γένος αυτό το έδωσε ο Λέσβιος βοτανικός και φιλόσοφος Θεόφραστος. Πρόκειται για συνηθισμένο ορχεοειδές της Λέσβου, ιδιαίτερα εύρωστο και υψηλό που το βρίσκουμε συνήθως σε πευκώνες και καστανιώνες. Διαθέτει ιδιαίτερα μακριές και βαθιές ρίζες. Ολόκληρο το φυτό έχει ιώδες χρώμα δίχως λίχνος πράσινων φύλλων. Το στέλεχος φέρει μικρά φυλλαράκια σαν λέπια. Τα άνθη του είναι μεγάλα, βιολετί απόχρωσης με μακρύ πλήκτρο.



4. Το γένος Anacamptis (Ανάκαμπτος) σημαίνει στραμμένος προς τα πίσω και πήρε το όνομά του από τη θέση που κατέχουν τα γυρεομάγματα πάνω στον ανθήρα. Το δεύτερο συστατικό του ονόματος του είδους, pyramidalis, δηλαδή πυραμοειδής, προέρχεται από το σχήμα της ταξιανθίας του φυτού. Είναι ποικιλόμορφο φυτό με λεπτά λογχοειδή φύλλα. Η ταξιανθία αποτελείται από πολλά μικρά και ρόδινα και εύοσμα άνθη. Το πλήκτρο είναι μακρύ τροχοειδές και κυρτό προς τα κάτω. Προτιμά ασβεστώδη ξηρά εδάφη και φυτρώνει σε παλιά σέτια, φρυγανότοπους, ελαιώνες, αλλά και πευκοδάση. Ανθίζει από τέλη Απριλίου μέχρι Μάιο, ενίοτε έως και αρχές Ιουνίου.



5. Το γένος Cephalanthera πήρε το όνομά του από τη στρογγυλεμένη μορφή του ανθήρα που μοιάζει πραγματικά με κεφάλι. Το δεύτερο συστατικό του ονόματος που προσδιορίζει το είδος, longifolia, προήλθε από τα μακρόστενα λογχοειδή φύλλα του, καθόσον η λατινική αυτή λέξη σημαίνει μακρύφυλλος. Πρόκειται για σχετικά σύνηθες ορχεοειδές της ευρύτερης περιοχής του Ολύμπου. Χαρακτηρίζεται από το έρπον ρίζωμα, τα επαλλάσσοντα φύλλα, τη σταχυόμορφη ταξιανθία και τα σχεδόν κλειστά άνθη. Το φυτό αυτό πολλαπλασιάζεται κυρίως με το ρίζωμα. Προτιμά ημισκιερές τοποθεσίες σε παρυφές καστανιώνων ή πευκοδασών με ασβεστολιθική σύσταση εδάφους. Ανθίζει από Απρίλιο μέχρι τα τέλη Μαΐου.



6. Η βοτανολογική ατραξιόν της περιοχής είναι το Himantoglossum comperianoum ή μέχρι προ τινός γνωστό ως comperia comperiana. Κατέχει μια ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα ορχεοειδή της Ευρώπης μιας και πρόκειται για ένα σπάνιο και δυσεύρετο ορχεοειδές της Ανατολής για το οποίο η Λέσβος και συγκεκριμένα ο ορεινός όγκος Ολύμπου της Αγιάσου θεωρείται ως το δυτικότερο όριο εξάπλωσής του. Οι γνωστότεροι παγκοσμίως τόποι που ευδοκιμεί είναι τα ψηλά βουνά της γειτονικής Μικρασίας, του Λιβάνου, της Συρίας και της Κριμαίας. Φυτρώνει κυρίως μέσα σε ορεινά πευκοδάση σε υψόμετρο πάνω από 600 μ. και προτιμά σκιερές τοποθεσίες με ασβεστολιθικά εδάφη. Ανθίζει συνήθως από τις αρχές Μαΐου μέχρι και όλο τον Ιούνιο. Το άνθος της ορχιδέας αυτής χαρακτηρίζεται από τις μακριές νηματοειδείς απολήξεις του χείλους, που φτάνουν και ενίοτε ξεπερνούν τα 4 εκ. σε μήκος.



7. Υπάρχουν όμως στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάσου και άλλα είδη του γένους Himantoglossum που αποικούν την ίδια περίπου περιοχή με την Comperia. Το γένος Himantoglossum πήρε το όνομά του από ελληνικές λέξεις ιμάντας και γλώσσα που έχουν σχέση με το μέγεθος και τη μορφή του χείλους. Τα άνθη του έχουν σκούρο ρόδινο χρώμα με πορφυρές κηλίδες στη βάση του χείλους. Το μεσαίο λοβίο του χείλους είναι διχαλωτό μήκους μέχρι 90 χιλ. και μήκους σχισμής 10-50 χιλ. Το φυτό αυτό προτιμά σκιερά ασβεστολιθικά εδάφη και φυτρώνει σε ακρώρειες δασών. Ανθίζει Ιούνιο με Ιούλιο.



8. Κάτι όμως εντελώς νέο, σπανιότατο και ενδεχομένως μοναδικό είναι το υβρίδιο που έτυχε να εντοπίσω την άνοιξη του 2004, λίγο ψηλότερα από το Σανατόριο της Αγιάσου, ανάμεσα στα δυο προπεριγραφέντα είδη. Δηλαδή το Himantoglossum comperianoum και το Himantoglossum montis tauri. Πρόκειται για ένα μοναδικό φυτό που μέχρι τώρα δεν έχει αναφερθεί παρόμοιό του από κανέναν άλλο ερευνητή παγκοσμίως. Είναι προφανώς μια νέα βοτανική ατραξιόν της Αγιάσου και σίγουρα μια προσθήκη στις σπάνιες και ιδιαίτερα αισθητικές παρουσίες φυτών στη Λέσβο. Στο υβρίδιο αυτό δόθηκε το τιμητικό για την Αγιάσο όνομα Comptoglossum agiasense, I. Karatzas, nothogen, et spec.nat.nov.


Οι ορχιδέες αποτελούν τη μεγαλύτερη ίσως και ταυτόχρονα όμως και νεότερη οικογένεια φυτών στην οποία μάλιστα η εξέλιξη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Οι αναρίθμητες ιδιαιτερότητες και ιδιότητές τους εντυπωσιάζουν. Το απαράμιλλο κάλλος των λεπτεπίλεπτων ανθέων τους σαγηνεύει, ενώ συνεπαίρνει η αναζήτησή τους στην ανοιξιάτικη ύπαιθρο στις παρυφές του Ολύμπου. Οι αυτοφυείς ορχιδέες στη Λέσβο βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε κρίσιμη, οριακή θα λέγαμε, κατάσταση. Απειλούνται από υπερβόσκηση, εντατικοποίηση καλλιεργειών, υπερδόμηση της υπαίθρου και γενικά από πολλές αλόγιστες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στη φύση που αλλοιώνουν και καταστρέφουν τους βιότοπούς τους. Η γνωριμία με κάποιες από τις ορχιδέες της ευρύτερης περιοχής της Αγιάσου μακάρι να εμφυσήσει αγάπη και σεβασμό για τα φυτά αυτά και όλοι μας να μεριμνούμε στο μέλλον για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία τους.
Στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα όλες οι άγριες ορχιδέες κατατάσσονται σε κατηγορία αυστηρής προστασίας. Αν τελικά διαχειριστούμε υπεύθυνα την παρουσία τους και προστατεύσουμε αποτελεσματικά τους βιότοπούς τους, μπορεί να κερδίσουμε πρόσθετους αναπτυξιακούς πόρους μέσα από εναλλακτικές μορφές οικολογικού τουρισμού.
Ο Καστανιώνας
Η καλλιέργεια της καστανιάς
Ο καστανιώνας της Αγιάσου
Οι ασθένειες της καστανιάς
Τα προϊόντα του καστανιώνα
Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ
Τα δεδομένα της παλαιοντολογίας πιστοποιούν ότι το δένδρο της καστανιάς υπήρχε από την τριτογενή περίοδο στην Ευρώπη. Δηλαδή πριν από 65 – 70 εκατομμύρια χρόνια. Τότε οι θερμοκρασίες ήταν ευνοϊκές, γι’ αυτό και το δένδρο είχε εξαπλωθεί προς το βορά. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα ίχνη φύλλων και καρπών καστανιάς, που βρέθηκαν σε απολιθώματα της τριτογενούς περιόδου στη Γροιλανδία, την Αλάσκα, και τις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Την ίδια περίπου περίοδο απολιθώματα καστανιά βρέθηκαν στο σημερινό Καναδά, Ιαπωνία, Γάλλια, Ιταλία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, Αυστρία και Ουγγαρία.
Με την πάροδο των χρόνων και την αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών η ύπαρξη της καστανιάς περιορίζεται στη Ευρώπη από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τον Καύκασο και περιλαμβάνει όλες τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα.

Σήμερα οι κυριότερες χώρες παραγωγής κάστανου στην Ευρώπη είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς λόγω εγκατάλειψης ή παύσης της συστηματικής καλλιέργειάς τους η παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά. Αν και τα παραγόμενα κάστανα της Αγιάσου είναι εξ ολοκλήρου βιολογικά – οικολογικά, επειδή η καλλιέργειά τους χρόνια τώρα γίνεται με τρόπο αρχέγονο και εν πολλοίς ευκαιριακό, οι ασθένειες της καστανιάς, η χαμηλή τιμή του προϊόντος, η μη ύπαρξη αντισταθμιστικών οικονομικών παροχών οδηγούν σε συνεχή μείωση του συνολικού παραγόμενου προϊόντος.
Βασικές ασθένειες του Αγιασώτικου Καστανιώνα είναι η μελάνωση, το έλκος, ο ιξός, η καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, η μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς.

Εξάλλου η παραγωγή του προϊόντος καθώς και η ποιότητά του εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κύρια τις πρώιμες βροχές που τα τελευταία χρόνια είναι πλέον σπάνιες έως ανύπαρκτες.
Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν αυτό έντυνε τα σπίτια του νησιού με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια (ξύλινες προεξοχές σπιτιών).
Δυστυχώς η ανθεκτικότητα και η τιμή οδήγησε σε εισαγόμενη πλέον ξυλεία.
Για την καλλιέργεια διακοσμητικών φυτών, διαπιστώνεται ότι το καστανόχωμα, το αχινόχωμα και το φυλλόχωμα είναι ιδανικά.
Το μέλι της καστανιάς έχει έντονο χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που ελάχιστα πικρίζει. Κρυσταλλώνει αργά σε ένα έως δύο χρόνια. Έχει υψηλή βακτηριοστατική δράση και αντέχει περισσότερο στη θέρμανση και στο χρόνο διατήρησης από τα άλλα μέλια. Το μέλι καστανιάς επιταχύνει την κυκλοφορία του αίματος και ασκεί στυπτική ενέργεια σε περιπτώσεις δυσεντερίας.
Περισσότερο απ’ όλα, τα αντισταθμιστικά οφέλη προβάλλουν ως αναγκαιότητα για τη συνέχεια της παραγωγής αυτού του προϊόντος.
Ο ΚΑΣΤΑΝΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ
Ανυπέρβλητο φυσικό στολίδι του ορεινού όγκου του Ολύμπου και κυρίαρχη φυτοκοινωνία του είναι ένα μη αυτοφυές δάσος καστανιάς έκτασης 11.000 στρεμμάτων, που αποτελεί οικότοπο με περιορισμένη εξάπλωση στο Αιγαίο και ενδιαίτημα σημαντικών γαιοφύτων. Ο γνωστός σε όλους μας και πολυαγαπημένος καστανιώνας εξασφάλιζε για αιώνες ένα σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της Αγιάσου.

Σύμφωνα με τον Στρατή Π. Κολαξιζέλη, την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής της Λέσβου (88 π.Χ. – 395 μ.Χ.) ένας από τους άρχοντες της «χώρας της Πενθίλης» έφερε από τη Μικρά Ασία και φύτεψε στην περιοχή μας τις πρώτες καστανιές. Μετά τον τρομερό παγετό που έπληξε τον ελαιώνα και έμεινε στην ιστορία ως «η καμάδα των ελιών» (11-1-1850), οι πρόγονοί μας συνειδητοποίησαν ότι δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην καλλιέργεια της ελιάς, αλλά να δημιουργήσουν και άλλες πηγές βιοπορισμού. Για το λόγο αυτό, στράφηκαν στον καστανιώνα. Καθάρισαν τα σωθήρια από τα άγρια φυτά, «ημέρεψαν» με τον εμβολιασμό τα οπωροφόρα δένδρα και μετέτρεψαν τις όχθες των ρυακιών σε εύφορα περιβόλια, όπου καλλιέργησαν και τις πρώτες πατάτες. Ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 (το «γιανγκίνι» της 14-15/8/1877), οι αγριοκαστανιές, που βλάστησαν πάνω στους κορμούς των παλιών, εξημερώθηκαν με εμβόλια από ήμερες καστανιές και η παραγωγή τους στο τέλος της τουρκοκρατίας έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες οκάδες! Στη διάρκεια της κατοχής το κάστανο ήταν το προϊόν που έσωσε χιλιάδες ζωές από τη θανατηφόρα πείνα που ενέσκυψε. Κι επειδή οι Αγιασώτες με την έντονη θυμοσοφική τους διάθεση πάντα διακωμωδούν τόσο τις χαρές όσο και τα βάσανα της ζωής τους, έλεγαν τότε το παρακάτω τετράστιχο :
Τα κάστανα τιλειώσανι
δείτι να σουδιαστείτι
να τρώτι καστανόπταρα
μη τυχόν τσι πρηστείτι !
(Το … πρήξιμο παραπέμπει στον τυμπανισμό λόγω της πείνας, φαινόμενο δυστυχώς πολύ συνηθισμένο το χειμώνα του 1941 – 1942.)
Εδώ και αρκετά χρόνια, όμως, ελάχιστοι είναι πια αυτοί που διασχίζουν τα υπέροχα λιθόστρωτα μονοπάτια του καστανιώνα για να απομυζήσουν τη στερεμένη ικμάδα του. Αιτία, αφενός οι γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην ερήμωση της αγροτικής υπαίθρου και αφετέρου οι αρρώστιες που τον έχουν προσβάλει με αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή του. Παρόλα αυτά, το Αγιασώτικο κάστανο είναι ένα περιζήτητο ντόπιο προϊόν, που χαίρει ακόμα της εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού.

Η ορεινή περιοχή του Ολύμπου Λέσβου συγκεντρώνει σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά. Μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων και ζωντανών οργανισμών συναντάται σε μια σχετικά μικρή έκταση.
Πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας του προστατεύονται τόσο από την Ελληνική όσο και από την Κοινοτική Νομοθεσία. Υπάρχουν 12 είδη ορχιδέας, ευαίσθητα, προστατευόμενα από τη Συνθήκη CITES, σπάνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Σήμερα πολλοί ντόπιοι και κυρίως ξένοι τουρίστες επισκέπτονται την Αγιάσο, για να θαυμάσουν και να μελετήσουν τον ανυπέρβλητο αυτό πλούτο των δασών του Ολύμπου, που αποτελούν χωρίς υπερβολή ένα βοτανικό παράδεισο. Η ανάπτυξη του οικολογικού και φυσιολατρικού τουρισμού προβάλλει σαν αναγκαιότητα, αφού μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή πλούτου. Παράλληλα, πρέπει να γίνει επιστημονική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των ασθενειών του καστανιώνα που περιορίζουν την παραγωγική του ικανότητα. Και τέλος, να βρεθούν τρόποι αποδοτικής αξιοποίησης των πολλών και εκλεκτών προϊόντων του, αλλά και μορφές επιχειρηματικής εκμετάλλευσης στηριγμένες είτε σε ατομική, είτε ακόμα καλύτερα σε συνεταιριστική βάση.
ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ
Θα αναφερθούμε σε δυο ασθένειες της καστανιάς που είναι καταστρεπτικές για τα δένδρα και το χειρότερο πολύ δύσκολα αντιμετωπίζονται.
Οι παραγωγοί μέχρι σήμερα ξέρουν για την καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, τη μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς.
Λίγοι θα έχουν ακούσει για τη μελάνωση και το έλκος. Πιστεύαμε ότι αυτά ήταν προβλήματα που αφορούσαν άλλες περιοχές: τη Χαλκιδική, την Καστοριά, τη Φθιώτιδα, τη Μαγνησία. Τώρα, εργαστηριακοί έλεγχοι που έκανε το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών σε δείγματα της περιοχής μας, απέδειξαν ότι δυστυχώς από δω και πέρα με τα έλκη θα αποκτήσουμε ιδιαίτερη οικειότητα.
Η μελάνωση και το έλκος είναι ασθένειες μολυσματικές που τις δημιουργεί μύκητας, μεταδίδονται από δέντρο σε δέντρο με διάφορους τρόπους και τα αποτελέσματα είναι καταστρεπτικά.
Η μελάνωση, η πιο επιζήμια ασθένεια της καστανιάς, οφείλεται στο μύκητα Phytophthora cinnamomi και Phytophthora cambivora. Η μόλυνση ξεκινάει από τα ριζικά τριχίδια, προχωρεί σε μεγάλες ρίζες και καταλήγει στη βάση του κορμού που εμφανίζει πλέον το τυπικό της ασθένειας. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η καταστροφή του κάμβιου, η αναστολή της αύξησης του πάχους της ρίζας, το σχίσιμο του φλοιού και η εκροή χυμού απ’ τα γυμνά τμήματα που δημιουργούν τα έλκη στις κεντρικές ρίζες και στη βάση του κορμού, ο οποίος λόγω της οξείδωσης των ταννινών που περιέχει παίρνει ένα μαύρο χρώμα (απ’ αυτό και το όνομα μελάνωση).
Αρχικά τα έλκη αυτά περιορίζονται στη μία πλευρά του κορμού. Σε προχωρημένο στάδιο περιζώνουν όλο τον κορμό. Τα συμπτώματα της προσβολής εκφράζονται με προοδευτική ξήρανση της κορυφής του δέντρου και είναι:
- Κλαίουσα εμφάνιση των φύλλων.
- Αποκαλύπτονται οι αχινοί και διαγράφονται έντονα στον ουρανό.
- Τα φύλλα κιτρινίζουν ελαφρά, αλλά ποτέ δεν πέφτουν.
- Την επόμενη άνοιξη εμφανίζονται πολλοί νεκροί βλαστοί.
- Τα επόμενα χρόνια εμφανίζονται όλο και περισσότερα συμπτώματα, ώσπου τελικά έρχεται και ο θάνατος των δέντρων.
- Η ασθένεια εξελίσσεται αργά και όλα αυτά μπορεί να κρατήσουν μέχρι και δέκα χρόνια.

Για το έλκος αιτία είναι ο μύκητας cryptonectria parasitica που προσβάλλει ολόκληρο το εναέριο τμήμα της καστανιάς - κορμό, βραχίονες και κλαδιά - και τους δημιουργεί έλκη τα οποία αναπτύσσονται γρήγορα και ξεραίνουν τα τμήματα που βρίσκονται πάνω απ’ αυτά.
Τα έλκη στα νεαρά κλαδιά είναι κιτρινοκόκκινα ή καστανοκόκκινα και διακρίνονται σαφώς απ’ το χρώμα του υγιούς φλοιού. Εάν στο προσβεβλημένο τμήμα του κλάδου το παράσιτο επιφέρει τη νέκρωση του φλοιού και του κάμβιου, τότε το έλκος εμφανίζεται βυθισμένο.
Εάν το κάμβιο δεν καταστραφεί, τότε σχηματίζονται νέα στρώματα φλοιού και ως εκ τούτου το έλκος επεκτείνεται, εξογκώνεται και παρουσιάζει επιμήκεις ρωγμές.
Με την πάροδο του χρόνου τα έλκη γίνονται ανώμαλα, η επιφάνεια γεμίζει ρυτίδες και τελικά τμήματα του φλοιού ξεκολλούν απ’ το ξύλο.
Οι καρποφορίες του μύκητα, τα πυκνίδια (έχουν μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας και είναι πορτοκαλόχρωμα) σχηματίζουν ένα στρώμα και περιβάλλονται από μία γλοιώδη ουσία. Προσκολλούνται σε έντομα και πουλιά και έτσι μεταφέρονται σε μεγάλες ή μικρές αποστάσεις.
Τα νεαρά δέντρα, όταν προσβληθούν, πεθαίνουν σε 3 – 4 χρόνια ενώ τα μεγαλύτερης ηλικίας σε 8 – 10 χρόνια.
Δε θα πω περισσότερα για τις ασθένειες αυτές που καταστρέφουν την καστανιά, ούτε για την καταπολέμησή τους (ξελάκκωμα, επαλείψεις με βορδιγάλειο πολτό, οξυχλωριούχο χαλκό κτλ).
Αλλά η καστανιά στην περιοχή μας πρέπει να υπάρχει γιατί:
Παράγει καρπούς (κάστανα) κάθε χρόνο.
Παράγει πολύτιμη ξυλεία.
Είναι δέντρο που αυξάνεται γρήγορα.
Αναπτύσσεται σε δασικά εδάφη σε υψόμετρο 400 ως 1000 μέτρα.
Δημιουργεί εξαιρετικά οικοσυστήματα για την άγρια πανίδα, καθόσον ο καρπός της είναι ιδιαίτερα θρεπτικός.
Δημιουργεί ελκυστικά δάση από αισθητική άποψη.
Αποτελεί κατάλληλο είδος για βιοκαλλιέργεια.
Είναι δέντρο ανθεκτικό στις δασικές πυρκαγιές.
Επιδοτείται από τον κοινοτικό κανονισμό 1257/1999 και το πρόγραμμα ενίσχυσης νέων αγροτών.
(Ομιλία του Στρατή Αν. Καζατζή στην κεντρική εκδήλωση της 3ης Γιορτής Κάστανου του Δήμου Αγιάσου. Κινηματοθέατρο Αναγνωστηρίου Αγιάσου Κυριακή 12-11-2006, 7 μ.μ.)
ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΑΝΙΩΝΑ
Το δέντρο φυτρώνει σε υψόμετρο από 300 έως 1300 μέτρα , αλλά πάνω από τα 1000-1100 μέτρα, σπάνια καρποφορεί.
Το κάστανο έχει την ίδια διατροφική αξία με τα μανιτάρια και τις πατάτες. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη C που δε διασπάται με το ψήσιμο ή με το βράσιμο. Η παραγωγή στην Ελλάδα αγγίζει τους 15.000 τόνους κατ’ έτος. Η παραγωγή κάστανου στην Αγιάσο έφτανε παλαιότερα τους 140-150 τόνους. Από το κάστανο γίνονται γλυκά κουταλιού, μαρμελάδα, τρουφάκια, σοκολατάκι, κορμός, ακόμα και ψωμί.

Η καστανιά αξιοποιεί τα όξινα εδάφη, δηλαδή με PH μεταξύ 5,5 και 6,5 που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άλλες καλλιέργειες.
Αν και έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, εντούτοις το δέντρο είναι αιωνόβιο, παίρνει μεγάλες διαστάσεις ιδίως καθ’ ύψος και όταν είναι σε καλή κατάσταση δίνει ικανοποιητική παραγωγή για περισσότερο από 100 χρόνια . Έχουν παρατηρηθεί έξι ασθένειες των ριζών, του κορμού και των κλαδιών, δέκα εχθροί και ασθένειες των φύλλων και των καρπών και έξι φυλλοφάγα και ξυλοφάγα έντομα, εκτός των παγετών, των ηλιακών εγκαυμάτων, της ασφυξίας των ριζών κλπ .
Τα κάστανα που παράγονται στην Αγιάσο σήμερα είναι οικολογικά. Η παραγωγή του προϊόντος επηρεάζεται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κυρίως τις πρώιμες βροχές. Απ’ αυτές εξαρτάται η ποιότητα, η ποσότητα της παραγωγής και το μέγεθος του παραγόμενου κάστανου.
Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν της ξυλείας της έντυνε τα σπίτια των Αγιασωτών με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια.
Σήμερα η χρήση της ξυλείας της καστανιάς περιορίστηκε σημαντικά, λόγω και της εισαγόμενης ξυλείας. Η ετήσια υλοτόμηση αποδίδει 180 έως 200 κυβικά μέτρα.

Προϊόν της καστανιάς είναι και οι πάσσαλοι περίφραξης αλλά κι αυτοί παραχωρούν τη θέση τους στους μεταλλικούς, οι οποίοι προέρχονται από ανακυκλωμένα μέταλλα .
Άλλο προϊόν είναι οι τέμπλες (ξύλινοι μεγάλοι βλαστοί καστανιάς που χρησιμοποιούνται στο ράβδισμα του καρπού της ελιάς) κατάλληλα επεξεργασμένες και ψημένες. Αυτές αντιστέκονται ακόμα στον ανταγωνισμό των ραβδιστικών μηχανημάτων. Το 90% των λεσβιακών ελαιώνων ραβδίζεται ακόμα με τις παραδοσιακές τέμπλες. Τούτο σημαίνει ότι σε μια καλή ελαιοκομική περίοδο κόβονται περίπου 11.000 έως 12.000 τέμπλες, που με μια μέση τιμή μπορούν να αποφέρουν εισόδημα στην Αγιάσο περίπου 500.000 έως 600.000 Ευρώ. Το κόψιμο για πάσσαλους και τέμπλες είναι ελεύθερο, ενώ για την υλοτόμηση και παραγωγή ξυλείας απαιτείται ειδική άδεια υλοτόμησης από τη Δασική Υπηρεσία.
Για την παραγωγή διακοσμητικών γλαστρικών φυτών εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, διαπιστώνεται ότι οι ανθοπαραγωγοί αγοράζουν και χρησιμοποιούν καστανόχωμα που προέρχεται από:
α) το σάπιο ξύλο του εσωτερικού των καρπών της καστανιάς,
β) τους σάπιους αχινούς, το λεγόμενο αχινόχωμα και
γ) τα σάπια φύλλα της καστανιάς, το λεγόμενο φυλλόχωμα. Αυτά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φυτών που αγαπούν το όξινο περιβάλλον, όπως οι καμέλιες οι γαρδένιες, τα φούλια, οι ορτανσίες κ.ά .

Το πευκοδάσος (τσαμλίκι) της «Μεγάλης Λίμνης»
Βορειοδυτικά του Ολύμπου απλώνεται ένα εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς δάσος τραχείας πεύκης εκτάσεως περίπου 32.000 στρεμμάτων, το επονομαζόμενο τσαμλίκι της Αγιάσου, μεγάλο μέρος του οποίου ανήκει στη ζώνη του δικτύου Natura 2000. Η ζώνη αυτή χαρακτηρίζεται από αμιγείς συστάδες τραχείας πεύκης και από αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση. Στο εσωτερικό του δάσους παρατηρούμε την τυπική θαμνώδη δασική βλάστηση των αειφύλλων πλατυφύλλων.
Κύρια είδη της πανίδας που συναντώνται πολύ συχνά στο πευκοδάσος είναι τα τριχωτά (αλεπού, νυφίτσα, λαγός, ασβός), τα ερπετά (οχιά, σαΐτα, δενδρογαλιά) και τα πτερωτά (κουκουβάγια, γκιώνης, γεράκι, καρδερίνα, σπουργίτι, κοκκινολαίμης, λοξίας, περιστέρι, δεκαοκτούρα, κοτσύφι, τσίχλα, πέρδικα κ.ά.).
Το δάσος αυτό είναι συνδεδεμένο με την ιστορία και την οικονομική ζωή των κατοίκων της Αγιάσου από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι έπαιρναν από το δάσος τα δαδιά και το ρετσίνι, με τα οποία φωτιζόταν τη νύχτα και παρασκεύαζαν τη σκληρή πίσσα και το παχύρρευστο κατράμι. Την πίσσα πουλούσαν στα ναυπηγεία για το καλαφάτισμα των πλοίων και τη χρησιμοποιούσαν ως επίχρισμα τοίχων υπόγειων χώρων του σπιτιού (για να μην τους διαπερνά η υγρασία) και εσωτερικών επιφανειών υδροδοχείων. Το κατράμι το χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς και κυρίως για την επάλειψη τραυμάτων!

Μέσα στον πευκώνα της Αγιάσου είχαν τον οικισμό τους οι νομάδες Γιουρούκοι, τμήμα του τουρκικού στοιχείου της Λέσβου, που παρέμειναν στο νησί μας μέχρι και το 1923, οπότε, με τη Συνθήκη της Λοζάννης και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, επέστρεψαν στη Μικρά Ασία. Οι Γιουρούκοι, ζούσαν μέσα σε σκηνές και εκμεταλλεύονταν τα πεύκα. Πουλούσαν στα χωριά καυσόξυλα, δαδιά, πινακωτές για φούρνους, σκάφες και άλλα δασικά προϊόντα.
Το 1823 ο Μουσταφά αγάς Κουλαξίζ, μετά την καταστολή της επανάστασης του βόρειου τμήματος και τη φυγή των Ψαριανών, σφετερίστηκε τη “Μεγάλη Λίμνη” και αποξήρανε ορισμένα τμήματά της για να τα σπείρει με σιτάρι, υποχρεώνοντας τους κατοίκους της Αγιάσου να εργάζονται καταναγκαστικά και εκ περιτροπής σ’ αυτήν και να μεταφέρουν με τα υποζύγιά τους τα παραγόμενα προϊόντα στη Μυτιλήνη. Η αγγαρεία των Αγιασωτών διήρκεσε μέχρι το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, οπότε η καλλιέργεια της “Μεγάλης Λίμνης” εγκαταλείφθηκε από το Μουσταφά ως ασύμφορη και η περιοχή μετατράπηκε σε βοσκότοπο. Οι απόγονοί του την κράτησαν μέχρι και το 1874, οπότε την αγόρασε η Εκκλησία από το Τουρκικό Δημόσιο.
Το 1929 καρποφόρησαν οι αγώνες του Συνεταιρισμού Ακτημόνων Αγιάσου, Πρόεδρος του οποίου ήταν ο δραστήριος έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού Στρατής Καπάτος. Η διανομή των εκκλησιαστικών, μοναστηριακών, δημοτικών και σχολικών κτημάτων άρχισε από τα 8 μετόχια της Λήμνου, που ήταν ιδιοκτησία Μοναστηριών του Αγίου Όρους και ιδίως της Μονής της Μεγίστης Λαύρας. Μοιράστηκαν σε ακτήμονες καλλιεργητές (μπαρουτοκαπνισμένους μαχητές των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας) όλες οι θαμνώδεις εκτάσεις γύρω από την κωμόπολη και μέχρι τις υπώρειες του Ολύμπου (Καμπιά). Απαλλοτριώθηκε ταχύτατα η “Μεγάλη Λίμνη”, αποξηράνθηκε έκταση 1.200 στρεμμάτων και μετατράπηκε σε περιβόλια και ποτιστικές καλλιέργειες σιτηρών, επιλύνοντας ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της εποχής εκείνης.
Τη περίοδο του εμφυλίου λίγο πάνω από τη θέση “Σωτήρα” λημέριαζαν οι αντάρτες που είχαν φτιάξει κάτω από σωρούς ογκωδών βράχων (χαλατσιές) τα αμπριά τους (υπόγεια κρησφύγετα – καταφύγια) τα οποία σώζονται ακόμα και σήμερα, άσβηστα χνάρια της εμφυλιοπολεμικής τραγωδίας του λαού μας.
Αργότερα και μέχρι το 1970 άκμαζε μέσα στο πευκοδάσος ο οικισμός των ρετσινάδων, που εκμεταλλεύονταν το ρετσίνι των πεύκων. Υπολείμματα του οικισμού αυτού σώζονται μέχρι και σήμερα στη θέση “Πατιλδέλια” (ίχνη σπιτιών και φούρνου, δεξαμενές ρετσινιού, ερειπωμένο καφενείο κλπ).
Σήμερα από τον πευκώνα αντλούν το βιοπορισμό τους αρκετές οικογένειες υλοτόμων του χωριού μας, αλλά και άλλων περιοχών. Η εκμετάλλευσή του γίνεται από το Δήμο με βάση διαχειριστικές μελέτες δεκαετούς ισχύος και τα έσοδα προέρχονται κυρίως από την εκποίηση πευκοδένδρων αραιωτικής υλοτομίας.

Οι περισσότερες λεκάνες απορροής που σχηματίζονται μέσα στα όρια του πευκοδάσους “Μεγάλης Λίμνης” συγκεντρώνουν μέτριες και ανάλογα με τη χρονιά και μεγάλες ποσότητες νερού που ρέουν προς τα κατάντη σχηματίζοντας μικρά-μέτρια ρέματα με εποχιακή κυρίως ροή νερού. Τα μεγαλύτερα απ’ αυτά, το ρέμα της “Αγίας Σωτήρας” και το ρέμα του “Τσίγκου”, έχουν ροή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ιδιαίτερη οικολογική αξία έχει και το ρέμα της “Καρκαβούρας” που πηγάζει από τα ψηλά σημεία του Ολύμπου, διέρχεται από την τοποθεσία του Αγίου Δημητρίου και τροφοδοτώντας τον ποταμό Ευεργέτουλα χύνεται στον κόλπο της Γέρας. Οι πηγές “Χτενέλλη” βρίσκονται μέσα στο ρέμα της Καρκαβούρας, σε υψόμετρο 350 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Η γέννηση των πηγών αυτών οφείλεται στα μάρμαρα της περιοχής τα οποία είναι εγκιβωτισμένα σε σχιστόλιθους.
Το ρέμα αυτό διέρχεται μέσα από ένα σπάνιο φυσικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τρεις διαφορετικούς τύπους οικοτόπων που έχουν περιληφθεί στο ευρωπαϊκό σύστημα κατάταξης οικοτόπων του Nature 2000 και της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (Παράρτημα I: Τύποι φυσικών οικοτόπων των οποίων η διατήρηση απαιτεί το χαρακτηρισμό εδαφών ως ειδικών ζωνών διατήρησης), ήτοι :
α) Ψηλός βραχώδης γκρεμός οριοθετεί την ανατολική κοίτη του ποταμού και φιλοξενεί χασμοτική βλάστηση ενώ στα σημεία που υπάρχει χώμα αναπτύσσονται συστάδες τραχεία πεύκης. Στο ευρωπαϊκό σύστημα κατάταξης ο τύπος αυτός οικοτόπου αναφέρεται ως “Ασβεστολιθικά βράχια με χασμοφυτική βλάστηση” (κωδικός 8210). Τα βράχια και οι γκρεμοί αυτού του τύπου αποτελούν τόπο φωλιάσματος αρπακτικών πουλιών, αλλά και βιότοπο πολλών από τα ενδημικά φυτά των νησιών του Β.Α. Αιγαίου.
β) Στην κοίτη του ποταμού αναπτύσσεται πλούσια παρόχθια βλάστηση, με υψηλή ποικιλότητα και κυρίαρχα είδη τα πλατάνια (Platanus orientalis), τις λυγαριές (Vitex agnus castus), τις λεύκες (popoulus sp.) και τις πικροδάφνες (Nerium oleander). Σε ορισμένα επίσης σημεία της κοίτης η φυσική βλάστηση έχει αντικατασταθεί από μικρούς ελαιώνες και περιβόλια, που συνοδεύονται από τη σποραδική παρουσία παραδοσιακών ξερολιθιών. Ο Τύπος αυτός οικοτόπου αναφέρεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ως “Δάση με πλατάνια” (κωδικός 9200) και ανήκει στην κατηγορία “Ελληνικά - Βαλκανικά παραποτάμια δάση με πλατάνια” (κωδικός Corine 44.711). Τα ψηλά πλατάνια που εμφανίζονται στις όχθες των ποταμών της Μεσογείου και οι φυτοκοινότητες που αυτά απαρτίζουν αποτελούν τύπο οικοσυστήματος σπάνιο για τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Η αφθονία της βλάστησης και η πλούσια ποικιλία των ειδών που εμφανίζεται στην περιοχή χαρακτηρίζει αποκλειστικά τις ορεινές περιοχές των μεγαλύτερων νησιών του Αιγαίου που διαθέτουν ρέοντα επιφανειακά νερά.
γ) Η δυτική κοίτη του ποταμού παρουσιάζει μικρότερες κλίσεις και αμέσως μετά την παραποτάμια βλάστηση αναπτύσσεται ένα πλούσιο δάσος τραχείας πεύκης με καλά ανεπτυγμένο υπόροφο που περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία θαμνωδών φυτών. Πουρνάρια, (Quercus coccifera), σκίνοι (Pistacea lentiscus), κοκορεβιθιές (Pistacea terebinthus), κουμαριές (Arbutus unedo), γλιστροκουμαριές (Arbutus andrachne), εφόρβιες (Euphorbia sp.), λαδανιές (Cistus sp.), κ.ά. σχηματίζουν μια πυκνή βλάστηση κάτω από τα πεύκα. Ο τύπος αυτός οικοτόπου αναφέρεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ως “Μεσογειακά πευκοδάση” (κωδικός 9540). Ειδικότερα όμως τα δάση τραχείας πεύκης της περιοχής Ολύμπου αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία του παραπάνω τύπου με κωδικό 42.852 και την ονομασία «Αιγαιοπελαγίτικα πευκοδάση της Λέσβου».

Μέσα στο δάσος αναβλύζουν πλούσιοι υδάτινοι πόροι. Σπουδαιότερες υδατοπηγές είναι αυτές του «Τσίγκου», το νερό των οποίων χαρακτηρίστηκε δισανθρακικό μαγνησιούχο φυσικό μεσομεταλλικό νερό, σύμφωνα με την από το 1990 υδρογεωλογική μελέτη του Τομέα Υδατοοικονομίας του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας και έχει ιαματικές ιδιότητες (οι υψηλές ποσότητες μαγνησίου στο νερό έχουν καθαρτικά και διουρητικά αποτελέσματα ιδιαίτερα κατά τις πρώτες χρήσεις). Το νερό των πηγών Τσίγκου χρησιμοποιήθηκε επί δεκαετίες για την παραγωγή αναψυκτικών από ιδιωτική μονάδα εμφιάλωσης που λειτουργούσε στην περιοχή. Οι πηγές βρίσκονται κοντά στη «Μεγάλη Λίμνη» και η δημιουργία τους οφείλεται στην αποσάθρωση και τη διάρρηξη του περιδοτίτου, καθώς επίσης και στην παρουσία πλευρικών κορημάτων που καλύπτουν την περιοχή. Ο Δήμος Αγιάσου εξαιτίας των πηγών αυτών ανήκει στο Σύνδεσμο Δήμων Κοινοτήτων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας (ΣΔΚΙΠΕ).

Πιο αναλυτικά τα όρια του δάσους «Μεγάλης Λίμνης» ορίζονται :
Ξεκινώντας από το ΒΔ άκρο του δάσους στη θέση «Συκιά», 650 μέτρα προς τα δυτικά της συμβολής του ρέματος Καμαρέλι με το χείμαρρο Βούβαρη, με κατεύθυνση ανατολική ακολουθεί το ρέμα Καβουροπ0όταμος μέχρι της συμβολής του με το ρέμα Καμαρέλι.
Στη συνέχεια με κατεύθυνση Ν – ΝΑ ακολουθεί το ρέμα Καβουροπόταμος έως τον αυχένα στη θέση «Σταυρός». Από κει ακολουθεί δασικό δρόμο που βρίσκεται ψηλότερα από το ρέμα Σταυρού Λαγκάδι μέχρι του σημείου που φτάνει στο ρέμα Αγίου Δημητρίου (κοντά στο εξωκλήσι). Από κει και αφού κόψει το δημόσιο δρόμο, ακολουθεί το ρέμα «Καρκαβούρας» με κατεύθυνση Ν και φτάνει στις πηγές του. Από κει ανεβαίνει στην κορυφογραμμή «Καμπιά», όπου συναντά το όριο των ιδιοκτησιών ΣΑΑΚ, Αμπελικού και δάσους Μεγάλης Λίμνης. Την κορυφογραμμή αυτή ακολουθεί μέχρι του υψομέτρου 770 μ. και από κει κατέρχεται με κατεύθυνση Ν ακολουθώντας τη ράχη μέχρι το ρέμα «Καμπιά» που το ακολουθεί μέχρι να συναντήσει το αντέρισμα που κατεβαίνει από την κορυφή Αζόπ.
Ακολουθεί τη ράχη του παραπάνω αντερίσματος μέχρι την κορυφή Αζόπ. Από εκεί ακολουθεί τη ράχη που αποτελεί το όριο του δάσους αυτού με το δάσος Αμπελικού και περνάει από τα υψόμετρα 771, 700, 600, 500, 400, 300, 200 μ. που βρίσκονται στη ράχη αυτή και κατεβαίνοντας φτάνει στη συμβολή των ρεμάτων Αγίας Σωτήρας και Στραβολάγκαδο που από εκεί και πέρα σχηματίζουν το χείμαρρο Βούρκο. Από την παραπάνω συμβολή στρέφει προς ΒΔ και ακολουθεί ράχη με κατεύθυνση βόρεια και φτάνει στην κορυφή Κόκκινα (465 μ.) κι από εκεί ακολουθώντας την κορυφογραμμή με κατεύθυνση βόρεια μέχρι να συναντήσει την αντιπυρική ζώνη που βρίσκεται ανάμεσα στα δάση Αγιάσου και Βασιλικών. Ακολουθεί τη ζώνη αυτή και περνά από τα υψόμετρα 533, 523 και 508 και φτάνει μετά το υψόμετρο 508 στη θέση Τιγκάνα, για να καταλήξει στη θέση «Στενοκλείδι» που βρίσκεται στη δημόσια οδό Μυτιλήνης – Πολιχνίτου, όπου και το όριο του δάσους των Βασιλικών. Από εκεί ακολουθεί στην αρχή προς βορά και σε απόσταση 700 μ. (υψόμετρο 407 μ.) την κορυφογραμμή στην οποία βρίσκεται αντιπυρική ζώνη και από εκεί στρέφει προς Β – ΒΑ έως τη θέση «Κακόβουνο» και φτάνει στην κορυφή «Καρά Νταγ» (υψόμετρο 401 μ.).
Από κει με κατεύθυνση βόρεια ακολουθεί την αντιπυρική ζώνη που συνεχίζεται στη ράχη και από το υψόμετρο των 401 μ. αφήνει το όριο με το δάσος Βασιλικών και διαχωρίζεται από το δάσος Βουβαρίου και φτάνει στη θέση Πηγή Συκιάς, απ’ όπου ξεκίνησε.



Ελαιώνας
Η Λέσβος είναι ένα απέραντο δάσος ελιάς. Περίπου έντεκα εκατομμύρια ελαιόδενδρα απλώνονται σε συνεχείς ελαιώνες και το αξιοσημείωτο της λεσβιακής φύσης είναι ότι εκεί που τελειώνει η ελιά αρχίζει το πεύκο.
Τρία ήταν τα βασικά είδη δένδρων που «πάλευαν» στο νησί: η αγριελιά, το πεύκο και η βαλανιδιά. Οι αγριελιές με τα πυκνά κλαδιά τους έκαναν ψιλές ελιές οι οποίες αποτελούσαν κύρια τροφή για τα αγριοπούλια που έρχονταν το χειμώνα από τα πέρατα της γης και του ωκεανού. Πιστεύεται ότι τα πουλιά αυτά με τα περιττώματά τους βοήθησαν στην εξάπλωση της αγριελιάς όχι μόνο στη Λέσβο αλλά και στα άλλα ελληνικά νησιά καθώς και στα μικρασιατικά παράλια.
Καθοριστικό ρόλο πάντως στην εξάπλωσή της έπαιξε η μεγάλη καταστροφή των αμπελώνων από την φυλλοξήρα τον προηγούμενο αιώνα και η αδυναμία αντιμετώπισής της με την τότε υπάρχουσα γνώση φυτοπροστασίας οδήγησε στην αντικατάστασή τους με την ελιά. Έτσι, με πολλή προσωπική εργασία και πολύ κόπο οι τότε κάτοικοι της Λέσβου επέκτειναν την καλλιέργεια της ελιάς εκεί όπου δεν είχε φτάσει το πεύκο. Έφτιαξαν άπειρα σέτια, για να συγκρατήσουν το χώμα ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές των βουνών, ενώ με τα ζώα μετέφεραν νερό για να ποτίσουν τις παραβολάδες και να πιάσουν τα μικρά δενδρύλλια.

Στην επικράτηση της ελαιοκαλλιέργειας στο νησί της Λέσβου βοήθησαν ακόμα και οι άριστες καιρικές συνθήκες με την καταπληκτική εναλλαγή των τεσσάρων εποχών. Τα πρωτοβρόχια όταν έρχονταν στην ώρα τους, σε συνδυασμό με τον ήλιο του φθινοπώρου και τον ήπιο σχετικά χειμώνα, δημιουργούσαν κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του ελαιοκάρπου. Αυτό δε σημαίνει πως οι χρονιές ήταν πάντα αποδοτικές, υπήρχαν τα «μαξούλια» (χρονιές με πλούσια συγκομιδή) και τα «κισίρια» (χρονιές με λειψή παραγωγή).
Οι κύριες ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνται στο νησί είναι:
α) Η Βαλανολιά ή Μυτιληνιά ή Κολοβή που ευδοκιμεί σε εδάφη που προέρχονται από σχιστόλιθο, φτάνει μέχρι τα 500 μέτρα υψόμετρο, καλύπτει τα 7/10 των ελαιώνων του νησιού και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λάδι (25-30%) και
β) Η Αδραμυττιανή ή Αϊβαλιώτικη που προέρχεται από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, καλύπτει το 1/5 των ελαιώνων του νησιού, εντοπίζεται κυρίως στην επαρχία της Μυτιλήνης και εξυπηρετεί τόσο την ελαιοποίηση όσο και την οικοτεχνία της επιτραπέζιας ελιάς.
Η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί παράδοση για το γεωργικό πληθυσμό της περιοχής Αγιάσου. Οι κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της περιοχής συντέλεσαν στην προσαρμοστικότητα του ελαιόδενδρου και ιδίως της ποικιλίας βαλανολιάς που καλύπτει το 60% των ελαιώνων στην περιοχή αυτή με αποτέλεσμα η καλλιέργειά της να αποτελεί σχεδόν μονοκαλλιέργεια.
Οι έντονες εναλλαγές στο ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής επέβαλαν την καλλιέργεια του δένδρου σε αναβαθμίδες ή σέτια όπως τα αποκαλούν στην περιοχή. Ο τρόπος αυτός καλλιέργειας επιδρά εξίσου θετικά και αρνητικά στο περιβάλλον. Θετικά γιατί συμβάλλει στην προστασία των εδαφών από τη διάβρωση. Αρνητικά γιατί τα άγονα και επικλινή εδάφη οδηγούν τους παραγωγούς στην υπερβολική χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων για να διατηρήσουν υγιείς και εύρωστες τις καλλιέργειές τους με αποτέλεσμα την ποιοτική υποβάθμιση του εδάφους καθώς πολλά από τα χημικά στοιχεία δεν αποικοδομούνται στο έδαφος και συσσωρεύονται είτε εκεί είτε παρασύρονται στη θάλασσα.
Τάσεις για εναλλακτικές τεχνικές και βιολογικές έχουν ήδη αναπτυχθεί στην περιοχή. Τεχνικές που επιβάλλεται να βρουν όλο και μεγαλύτερη ανταπόκριση όχι μόνο για να αντιμετωπιστούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από τον τρόπο καλλιέργειας αλλά γιατί με την πάροδο των χρόνων η βιολογική καλλιέργεια και τα βιολογικά προϊόντα θα έχουν αυξημένη ζήτηση.
Παλιότερα η ελαιοσυλλογή γινόταν αποκλειστικά με τα χέρια μετά τη φυσιολογική πτώση του καρπού στο έδαφος. Η μέθοδος αυτή σήμερα έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό με τα πλαστικά δίχτυα ελαιοσυλλογής, τα οποία απλώνονται κάτω από το έδαφος και συγκρατούν τον καρπό που πέφτει κατά το ραβδισμό ή χρησιμοποιώντας βελονοφόρα χειροκίνητα εργαλεία. Η όλη όμως εργασία γίνεται χειρωνακτικά με τις γνωστές συνέπειες, δηλαδή το αυξημένο κόστος ελαιοσυλλογής και τη δημιουργία αιχμής απασχόλησης εργατών που γίνονται ολοένα και πιο δυσεύρετοι.
Η ελαιοσυλλογή άρχιζε το φθινόπωρο και τέλειωνε στα τέλη της άνοιξης. Ο ταϊφάς (ολόκληρο το συνεργείο ελαιοσυγκομιδής) συνήθιζε μετά τη λήξη του λιομαζώματος να παίρνει μια παραδοσιακή κομπανία και να στήνει τρικούβερτο γλέντι στο χωριό, τα λεγόμενα «γλιτώματα».

Η κατάλληλη χρονική στιγμή συγκομιδής του ελαιόκαρπου, η οποία εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες όπως η διαθεσιμότητα εργατικών χεριών που αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στο νησί, η δακοπροσβολή που επιβάλλει τη συγκομιδή του καρπού το γρηγορότερο και η δυνατότητα επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στο ελαιουργείο, επιδρά στην ποιότητα του ελαιολάδου (αύξηση της οξύτητας).
Ο τομέας μεταποίησης του ελαιολάδου περιλαμβάνει τους εξής υποτομείς : τα ελαιοτριβεία, τους δεξαμενικούς χώρους αποθήκευσης, τις ραφιναρίες και τα τυποποιητήρια. Οι παραγωγοί, μετά τη συλλογή του ελαιοκάρπου, τον μεταφέρουν στα τοπικά συνήθως ελαιοτριβεία για την εξαγωγή του ελαιολάδου που είναι στην πλειοψηφία τους φυγοκεντρικού τύπου που αντικατέστησαν τα παραδοσιακά ελαιουργεία (πιεστήρια) κλασικού τύπου. Το ελαιόλαδο αποθηκεύεται κυρίως σε αποθήκες των ελαιουργείων ενώ σε χρονιές υψηλής παραγωγής μέρος του μεταφέρεται σε αποθήκες της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου (ΕΑΣΛ).
Η εμφάνιση του τυποποιημένου λαδιού στην Ελλάδα άρχισε τη δεκαετία του ’60. Με την είσοδο στην Ε.Ε. παρουσιάστηκε ραγδαία αύξηση στο τυποποιημένο ελαιόλαδο. Στη Λέσβο η διακίνηση και διάθεση του λαδιού γίνεται μέσω των αγροτικών συνεταιρισμών και κυρίως μέσω της ΕΑΣΛ που αγοράζει, επεξεργάζεται και τυποποιεί μόνο το λάδι που παράγεται στο νησί. Το ελαιόλαδο διακινείται κυρίως σε χύμα μορφή, ενώ η ΕΑΣΛ διοχετεύει το προϊόν και σε συσκευασίες του ενός και των πέντε λίτρων. Η διάθεση του προϊόντος γίνεται στην ελληνική αγορά με προσπάθεια καθιέρωσής του και στις αγορές του εξωτερικού. Στην Αγιάσο δε λειτουργεί μονάδα τυποποίησης.
Το κεράσι και οι κερασιώνες της Αγιάσου
Η αγροτική περιφέρεια της Αγιάσου μπορεί να χαρακτηριστεί «δεντροτρόφος», αφού όλη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, καλύπτεται με δέντρα. Διακρίνονται τρεις συνεχόμενες περιοχές ονομαζόμενες απ’ το κυρίαρχο δέντρο της κάθε περιοχής: ελαιώνας, καστανιώνας, πευκώνας.
Ανάμεσα στις περιοχές αυτές υπάρχουν και οι μικροί κερασιώνες της Αγιάσου, που φυτεύτηκαν κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αντικαθιστώντας τις πολλές συκαμινιές που ξεριζώθηκαν τότε επειδή δεν παρουσίαζε επαρκή απορρόφηση το παραγόμενο μετάξι, σε αντίθεση με τα κεράσια που παρά το κόστος τους στο μάζεμα είχαν ζήτηση στην αγορά της Μυτιλήνης.

Η κερασιά (Prunus avium L.: προύνος ο γλυκόκαρπος) της οικογένειας των ροδιδών είναι ένα μεγάλο και αξιοπρόσεκτο δένδρο, ύψους 10 έως 20 μ. με οριζόντιους κλάδους, φύλλα επιμήκη έως ελλειψοειδή, μυτερά, οδοντωτά και άνθη λευκά διατεταγμένα σε απόδισκα μπουκέτα (σκιάδια). Ο καρπός της είναι μια σφαιρική κόκκινη γλυκιά δρίπη (σε ποικιλία μεγεθών και αποχρώσεων) με ένα μεγάλο σπέρμα. Το κεράσι σαν καρπός είναι ιδιαίτερα χυμώδης και καρπώδης.
Πρόκειται για καλλιεργούμενο δένδρο που ευδοκιμεί συνήθως σε ημιορεινές δροσερές κοιλάδες. Εισήχθηκε στην Ευρώπη από το Λούκουλλο (117 – 56 π.Χ.) που του έδωσε το όνομα «κέρασος» από τον τόπο καταγωγής του, δηλαδή από την Κερασούντα του Πόντου.
Εικάζεται όμως ότι πολλά χρόνια πριν από το Λούκουλλου ο εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου Λυσίμαχος είχε εισάγει το κεράσι από τη Μικρασία στη Μακεδονία ως ένα ωραίο, γλυκό και ζουμερό φρούτο που τρώγεται χωρίς να χρειάζεται ξήρανση ή ψήσιμο. Έτσι προφανώς τα κεράσια ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες πολύ πριν τα γνωρίσουν οι Ρωμαίοι, ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα.

Ιδιότητες – Χρήσεις:
Όπως διαπίστωσαν έγκριτοι ερευνητές, τα κεράσια περιέχουν πλήθος αντιφλεγμονωδών και αντιοξειδωτικών συστατικών τα οποία περιορίζουν τις μυϊκές βλάβες. Τα κεράσια περιέχουν επίσης άφθονες ανθοκυανίνες που έχουν ιδιαίτερα ευεργετικές δράσεις στην υγεία του ανθρώπου. Ειδικά οι ποδίσκοι των κερασιών σε ρόφημα είναι διουρητικοί. Τα κεράσια είναι φίλοι και των ματιών εξαιτίας της περιεκτικότητας τους σε βιταμίνη Α. Μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση των κολικών του νεφρού, το βήχα, τη διάρροια και την ύπαρξη ουρικού οξέως στο αίμα.
Τέλος το ρόδινο ξύλο της κερασιάς με τους λεπτούς κόκκους χρησιμοποιείται στην εβενουργική.

Τα μανιτάρια
Έχουμε μάθει ότι στη φύση υπάρχουν τα φυτά και τα ζώα, που αποτελούν τα δυο μεγάλα «βασίλεια» της ζωής. Τα μανιτάρια δεν μπορούν να καταταχτούν ούτε στο βασίλειο των φυτών αφού η κυρίαρχη έννοια του φυτού είναι η ικανότητά του να φωτοσυνθέτει μέσω της χλωροφύλλης που περιέχει, ούτε με τα ζώα μοιάζουν, παρόλο που είναι ετερότροφοι οργανισμοί. Σήμερα οι μύκητες κατατάσσονται σε ένα από τα πέντε «βασίλεια» της ζωής και αποτελούν, μετά τα έντομα, το δεύτερο σε πλήθος ειδών άθροισμα στον πλανήτη μετά τα έντομα. Επειδή στερούνται χλωροφύλλης, είναι αναγκασμένα να ζουν είτε παρασιτικά σε βάρος των φυτών και των ζώων ή σαπροφυτικά από τα λείψανα και τα πτώματά τους ή να συμβιώνουν με τις ρίζες των ανώτερων φυτών.

Τα φυτά με τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης είναι οι συνεχιστές και οι συντηρητές της ζωής στον πλανήτη. Τα μανιτάρια, που έχουν την ικανότητα να αποσυνθέτουν τη νεκρή οργανική ύλη, αποτελούν μαζί με τα βακτήρια τους παράγοντες της βιολογικής ισορροπίας στη φύση. Ο ρόλος τους στην ισορροπία του κύκλου του άνθρακα και των ανόργανων αλάτων θεωρείται αναντικατάστατος, αφού με την έκκριση κατάλληλων ενζύμων οι μύκητες διασπούν τις πολύπλοκες οργανικές ενώσεις των νεκρών ζωικών και φυτικών υπολειμμάτων της φύσης σε απλά στοιχεία. Υπολογίζεται ότι σε ένα δάσος φυλλοβόλων πέφτουν το φθινόπωρο περίπου 2.000.000 φύλλα σε κάθε στρέμμα δάσους. Αν δεν υπήρχαν τα βακτήρια και οι μύκητες, το δάσος σύντομα θα εξαφανιζόταν μέσα σε σωρούς από σκουπίδια φύλλων.
Τα μανιτάρια διαιρούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, τους μικρομύκητες, που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι και είναι η πολυπληθέστερη ομάδα, και τους μακρομύκητες, δηλαδή τα μεγάλα είδη με τα πολύμορφα σχήματα και τα φανταχτερά χρώματα, αυτά που αποκαλούμε όλοι μανιτάρια.
Ανεξάρτητα από την εμφάνιση και το μέγεθός τους έχουν τρία βασικά κοινά χαρακτηριστικά:
α) είναι θαλλόφυτα,
β) στερούνται χλωροφύλλης και
γ) ο θαλλός τους αποτελείται από μυκήλια.

Αυτό που αποκαλούμε μανιτάρι είναι το ορατό μέρος του οργανισμού, το καρπόσωμα, που αναπτύσσεται πάνω από το υπόστρωμα, στο οποίο βρίσκεται το σώμα του μύκητα, που ονομάζεται θαλλός ή μυκήλιο και αποτελείται από μικροσκοπικούς νηματοειδείς σωλήνες, τις μυκηλιακές υφές και μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια, σε αντίθεση με το καρπόσωμα που ζει μονάχα για λίγες ώρες ή μέρες, με εξαίρεση τα ξυλώδη ή φελλώδη μανιτάρια που μπορούν να ζήσουν και μερικές δεκαετίες.
Τα μανιτάρια αναπαράγονται με σπόρια και η εμφάνιση των σπορίων αποτελεί και έναν τρόπο διαχωρισμού τους σε βασιδιομύκητες, των οποίων τα σπόρια αναπαράγονται πάνω σε μικροσκοπικές ροπαλόμορφες βάσεις και ασκομύκητες, των οποίων τα σπόρια αναπτύσσονται μέσα σε αυγόμορφους ή μακρουλούς σάκους. Τόσο οι βασιδιομύκητες όσο και οι ασκομύκητες αναπαράγονται με τα σπόριά τους εγγενώς ή αγενώς, ενώ οι μακρομύκητες αναπαράγονται συνήθως με εγγενή και σπανίως με αγενή αναπαραγωγή.
Μπορεί να χτίζουν αρμονικές συμβιωτικές σχέσεις αλληλοβοήθειας (μυκόριζα), να αποτελούν παράσιτο ζωντανών ή ετοιμοθάνατων δένδρων και φυτών, ή να είναι σαπρόφυτα που τρέφονται από νεκρή οργανική ύλη την οποία αποσυνθέτουν παίζοντας το δικό τους σημαντικό ρόλο στο οικοσύστημα.
Φυτρώνουν κάθε άνοιξη και φθινόπωρο σε φυτοχώματα πλούσια σε οργανική ουσία (χούμο) σε ρίζες και κορμούς δένδρων, σε δασικές εκτάσεις και λιβάδια. Μπορούν όμως να φυτρώσουν όλες τις εποχές του χρόνου και σε κάθε είδους βιότοπο.

Ένας σημαντικός βιότοπος που ευνοεί την ανάπτυξη μανιταριών είναι και ο καστανιώνας, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών υγρασίας και θερμοκρασίας και του πλούσιου φυτοχώματος που υπάρχουν σ’ αυτόν.
Κάποια από τα άγρια μανιτάρια που φυτρώνουν στον καστανιώνα είναι φαγώσιμα και εξαιρετικής ποιότητας, άλλα είναι δηλητηριώδη και κάποια θανατηφόρα.
Η πανίδα της περιοχής
Η πανίδα περιλαμβάνει ένα ενδημικό ασπόνδυλο και ένα ενδημικό υποείδος θηλαστικού της Λέσβου (το Myotis blythi lesviacus). Επίσης 4 είδη πουλιών, 5 θηλαστικών και 4 αμφιβίων-ερπετών (που περιλαμβάνονται στην κοινοτική οδηγία 92/43 περί προστασίας των ειδών), 3 είδη που προστατεύονται από την Ελληνική Νομοθεσία (Π.Δ. 67/81) και 6 άλλα είδη που χαρακτηρίζονται απειλούμενα και χρήζουν προστασίας.

Η περιοχή φιλοξενεί τέσσερα είδη νυχτερίδων που περιλαμβάνονται στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ (Miniopterus schreibersii, Myotis blythi, Myotis myotis, Rhinolophus blasii). Ακόμη εκεί βρίσκονται σημαντικοί βιότοποι για είδη θηλαστικών που παρουσιάζουν περιορισμένη εξάπλωση στη χώρα μας, όπως ο σκίουρος (Sciurus anomalous), κοινώς γαλιά.
Μεταξύ των ειδών της ερπετοπανίδας της περιοχής του καστανιώνα, κύριο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις της οθωμανικής οχιάς (Vipera xanthina), η οποία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εμφανίζει το δυτικότερο άκρο της γεωγραφικής της εξάπλωσης, και του δράκου (Agama stellio), σπάνιου σύμφωνα με το Red Book, κοινού όμως για την περιοχή.
Η περιοχή φιλοξενεί τέσσερα είδη ερπετών που περιλαμβάνονται στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ (Testudo graeca, Emys orbicularis, Mauremys caspica, Elaphe situla). Εκεί απαντά και το σπάνιο είδος πτηνού του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ Sitta Krueperi, αλλά και άλλα σημαντικά πουλιά. Η ύπαρξη του τουρκοτσόμπανου, ενδημικού είδους της ανατολικής Λέσβου και Μικράς Ασίας, αποτελεί ακόμα μια ιδιαιτερότητα των δασών του Ολύμπου.

Σημαντικά ζωικά είδη είναι τα είδη Erinaceus concolor, Archon apollinus, Allancastria cerysii (που προστατεύονται από το Π.Δ. 67/81), τα σπάνια και απειλούμενα λεπιδόπτερα Heodes alciphron και Erynnis marloyi, τα χρήζοντα προστασίας Cordulegaster charpentieri, Epallage fatima, Platycnemis pennipes και τέλος το ενδημικό και απειλούμενο ασπόνδυλο Hydraena filum.

Περιπατηκές Διαδρομές
° Διαδρομή 1 (Τμήμα 1): Αγιάσος (Ηρώο) – Καμένο Αλώνι – Μάρμαρο – Όλυμπος... >>>

Απέναντι από το Ηρώο Πεσόντων (στη νότια είσοδο του χωριού) ξεκινά το λιθόστρωτο μονοπάτι που διασχίζει τα περιβόλια της περιοχής «Φολίδι - Καδή Βρύση», ανηφορίζει στα καστανοσωθύρια της περιοχής «Μιλαντρά» και ανταμώνει τον αγροτικό δρόμο στη θέση «Καμένο Αλώνι». Ο δρόμος προς τα δεξιά είναι αδιέξοδος, συναντά όμως το μονοπάτι στη θέση «Μάρμαρο» που σκαρφαλώνει στη βραχώδη κορυφή του Ολύμπου.

° Διαδρομή 1 (Τμήμα 2): Αγιάσος (Απέσος) – Πατσαβούρα – Μάρμαρο... >>>

Μπαίνουμε στο χωριό από τη νότια είσοδό του. Στρίβουμε δεξιά από το Αναγνωστήριο και την Αγιά Σωτήρα, περνάμε τη συνοικία «Απέσος» και ακολουθούμε το λιθόστρωτο μονοπάτι που χωρίζεται σε δυο κλάδους στη Βρύση Ηλιογραμμένου.
Ακολουθούμε το δεξιό κλάδο που φιδοσέρνεται μέσα από περιβόλια και καστανοσωθύρια περνώντας από τις περιοχές Άγιος Σπυρίδωνας και Πόλες, φτάνει στη βρύση της Πατσαβούρας. Παίρνουμε δεξιά τον αδιέξοδο αγροτικό δρόμο που οδηγεί στη θέση «Καμένο Αλώνι», όπου καταλήγει και το λιθόστρωτο μονοπάτι της Διαδρομής 1 (Τμήμα 1). Στη θέση «Μάρμαρο» ακολουθούμε το μονοπάτι που μας βγάζει στην κορυφή του Ολύμπου.

° Διαδρομή 2: Αγιάσος (Σφαγείο) – Καστέλι – Καρκαβούρα – Άγ. Δημήτριος... >>>

Πριν μπούμε στο χωριό από τη νότια είσοδό του, συναντούμε αριστερά μας το Καρναβαλικό Μουσείο – Εκθετήριο Ειδών Λαϊκής Τέχνης του Δήμου Αγιάσου. Στρίβουμε δεξιά, περνάμε τα παλιά Δημοτικά Σφαγεία και ακολουθούμε το λιθόστρωτο μονοπάτι που περνά από τον Άγιο Βασίλειο και ανηφορίζει μέσα από πευκοδάσος στην κορυφή του λόφου Καστέλι, απ’ όπου η θέα απλώνεται πανοραμική. Εκεί θα βρούμε το ξωκλήσι του Ταξιάρχη Μιχαήλ, υπολείμματα περιτείχισης μεσαιωνικού οχυρού, στέκι να ξαποστάσουμε και νερό να δροσιστούμε.
Λίγο πριν την κορυφή του λόφου και προς τα δεξιά μας, θα δούμε το ξωκλήσι του Αγίου Φανοουρίου, απ’ όπου ξεκινά μονοπάτι που κατηφορίζει μέσα στη ρεματιά και βγαίνει στο ρέμα της «Καρκαβούρας» που πηγάζει από τις παρυφές του όρους Όλυμπος και χαρακτηρίζεται από την πλούσια παρόχθια βλάστηση.
Στις απότομες πλαγιές της χαράδρας που διαρρέει φωλιάζουν σπάνια αρπακτικά πουλιά (λεπτομερής αναφορά στο ρέμα «Καρκαβούρας» γίνεται στην ενότητα «Φυσικό Περιβάλλον – Β1. Γενικά – Πευκώνας :Το πευκοδάσος (τσαμλίκι) της Μεγάλης Λίμνης).
Ο δρόμος που ακολουθεί την κοίτη του ρέματος συναντά την παλιά επαρχιακή οδό Μυτιλήνης – Πολιχνίτου στο ύψος του Αγίου Δημητρίου με τα γραφικά καφενεδάκια, τα καταπράσινα περιβόλια και τα γάργαρα νερά.

° Διαδρομή 3: Αγιάσος (Άγ. Ιωάννης) – Άγ. Κωνσταντίνος – Άγ. Ευστράτιος – Παναγιούδα – Σανατόριο... >>>

Μπαίνουμε στο χωριό από τη νότια είσοδό του. Στρίβουμε δεξιά από το Αναγνωστήριο και την Αγιά Σωτήρα, περνάμε τη συνοικία «Απέσος» και ακολουθούμε το λιθόστρωτο μονοπάτι που χωρίζεται σε δυο κλάδους στη Βρύση Ηλιογραμμένου. Ακολουθούμε τον αριστερό κλάδο που περνά από τα ξωκλήσια Άγιο Ιωάννη, Άγιο Κωνσταντίνο, Άγιο Ευστράτιο και Παναγιούδα στη θέση Μπιτζίλια, διασχίζει το πευκοδάσος αφήνοντας αριστερά του ένα παλιό νεκροταφείο και βγαίνει στον επαρχιακό δρόμο Αγιάσου - Μεγαλοχωρίου λίγο πιο κάτω από το Σανατόριο.

° Διαδρομή 4: Αγιάσος – Άγιος Γεώργιος – Άγιος Πανέρας – Τσολέκος – Άντρια... >>>

Αφού περάσουμε τη γραφική Πλατεία Αγοράς, ανηφορίζουμε προς τα δεξιά τα καλντερίμια της συνοικίας «Μπουτζαλιά», περνάμε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου (Καβίκου) και βγαίνουμε στην επαρχιακή οδό Αγιάσου – Μεγαλοχωρίου. Λίγο παραπάνω συναντάμε το ξωκλήσι του Αγίου Πανέρα και από κει παίρνουμε το λιθόστρωτο μονοπάτι που διασχίζει την περιοχή «Πάτμα».
Από δω ξεκινά ένα πολυδαίδαλο δίκτυο αγροτικών δρόμων και μονοπατιών που καλύπτει την ευρύτερη περιοχή.
Στο πρώτο τρίστρατο που θα συναντήσουμε, ο αγροτικός δρόμος προς τα αριστερά μας οδηγεί στη θέση «Καλάμι» ενώ δεξιά μας υπάρχει λιθόστρωτο στενό μονοπάτι που βγαίνει στον αγροτικό δρόμο της περιοχής «Δούκαρ’ Πεύτσ’». Συνεχίζουμε το δρόμο μας που οδηγεί στην ελαιόφυτη περιφέρεια «Λιάκας» και συναντούμε το δεύτερο τρίστρατο, όπου ανταμώνουν το λιθόστρωτο του «Τσολέκου» που κατηφορίζει στα «Άντρια» και ο αγροτοδασικός δρόμος που οδηγεί στη θέση «Δούκαρ’ Πεύτσ’». Παίρνοντας το δρόμο προς τα δεξιά συναντούμε αριστερά μας το λιθόστρωτο μονοπάτι του «Καρυώνα» που κατηφορίζει κι αυτό προς τα «Άντρια», στη συνέχεια περνάμε από την περιοχή «Περιστεριές» απ’ όπου απλώνεται μαγευτική θέα του κάμπου Ευεργέτουλα, του κόλπου Γέρας, της χερσονήσου Αμαλής, του πορθμού Μυτιλήνης και των Μικρασιατικών παραλίων, και παραπέρα ανταμώνουμε τον αγροτικό δρόμο του «Ψωριάρη» που ξεκινά πάνω από το Σανατόριο και διασχίζοντας την περιοχή «Άντρια» κατεβαίνει μέχρι τον κάμπο του Ευεργέτουλα.
ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Η γιορτή Κάστανου και η γιορτή Κερασιού
Από το 2004 ο Δήμος Αγιάσου, με τη συνεργασία και υποστήριξη τοπικών φορέων και μεγάλων λεσβιακών επιχειρήσεων, οργανώνει τη φθινοπωρινή Γιορτή Κάστανου, που αναδεικνύεται σε παλλεσβιακό φθινοπωρινό θεσμό και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Από το 2007 καθιέρωσε και την ανοιξιάτικη Γιορτή Κερασιού.

Οι Γιορτές αυτές ήταν ένα πείραμα αναβίωσης εκδηλώσεων που αποτελούσαν κομμάτι της κοινωνικής και οικονομικής ζωής όσον αφορά την τοπική αγροτική παραγωγή, που χάρη στην αισιοδοξία, την τόλμη, την ευρύτητα σκέψης των οργανωτών της στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Πέραν όλων των άλλων, έδωσε την ευκαιρία στους παραγωγούς (και όχι μόνο) να προωθήσουν τα αξιόλογα προϊόντα τους στην αγορά. Και μάλιστα διαθέτοντας την παραγωγή τους στο φυσικό της χώρο (στην Αγιάσο), όπου μαζικά προσέρχεται το καταναλωτικό κοινό. Ταυτόχρονα όμως κινείται ικανοποιητικά όλη η ντόπια αγορά, αφού και οι άλλες εμπορικές επιχειρήσεις (ομοειδείς ή μη) αξιοποιούν την ευκαιρία για να πουλήσουν τα είδη τους. Κυρίως ωφελούνται τα καταστήματα που εμπορεύονται τουριστικά είδη, είδη ντόπιας λαϊκής τέχνης (κεραμικά, ξυλόγλυπτα, υφαντά), τοπικά παραδοσιακά προϊόντα (τυριά, αρωματικά βότανα κλπ), καφενεία, εστιατόρια, καφετέριες, αρτοζαχαροπλαστεία κ.ά.
Για την επιτυχία των Γιορτών αναπτύσσονται συνεργασίες τόσο μεταξύ τοπικών φορέων (Δήμος, Αναγνωστήριο, Αγροτομεταποιητικός Συνεταιρισμός Γυναικών), όσο και μεταξύ τοπικών και άλλων λεσβιακών φορέων και επιχειρήσεων (ΕΤΑΛ, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λέσβου, Μελισσοκομικός Συνεταιρισμός Λέσβου, Μηθυμναίος Οίνος, Γραφεία Γενικού Τουρισμού κλπ) με αμοιβαία οφέλη.
Στο πλαίσιο των Γιορτών λαμβάνουν χώρα μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις, θεατρικά δρώμενα, λαϊκά γλέντια με δωρεάν διανομή στους επισκέπτες κάστανων, κερασιών και παραγόμενων απ’ αυτά προϊόντων (γλυκών, καστανόψωμου, μελιού κλπ), ενημερωτικές ομιλίες και προβολές, εκθέσεις εργαλείων – μέσων καστανοσυλλογής και ξυλόγλυπτων από καστανιά, περιπατητικές εκδρομές στα υπέροχα λιθόστρωτα μονοπάτια του καστανιώνα κ.ά.

Δίνεται η ευκαιρία στους πολυπληθείς επισκέπτες να γνωρίσουν – μέσα από τις περιπατητικές εκδρομές - το υπέροχο φυσικό περιβάλλον του ορεινού όγκου Ολύμπου που είναι ενταγμένος στο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών «Φύση 2000» και τη χλωρίδα και πανίδα του που περιλαμβάνει πολλά σπάνια είδη προστατευόμενα από την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία.
Αυτό με τη σειρά του συντελεί στην ανάπτυξη του εναλλακτικού και συγκεκριμένα του φυσιολατρικού τουρισμού, που μπορεί να αποτελέσει συμπληρωματική πηγή πλούτου για την τοπική κοινωνία, δεδομένου ότι η τουριστική κίνηση σήμερα περιορίζεται στο θρησκευτικό – προσκυνηματικό τουρισμό και έχει εποχιακό χαρακτήρα. Η αύξηση της επισκεψιμότητας της περιοχής ευελπιστούμε ότι θα οδηγήσει στην αύξηση του αγροτοτουριστικού εισοδήματος των κατοίκων και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για την ανάπτυξη συμπληρωματικών επενδυτικών δραστηριοτήτων.

Υπηρεσίες Δήμου
[ Οργανόγραμμα Δήμου ]
 Δήμαρχος: 22523-50505 22523-50506
 Αντιδήμαρχος: 22520-22206
 Πρωτόκολλο, Δημοτολόγιο: 22523-50500, 50502
 Έσοδα: 22523-50503
 Ληξιαρχείο, Ανταποκριτής ΟΓΑ-ΕΛΓΑ, Λογιστήριο: 22523-50509
 Δημοτικό Συμβούλιο, Δημαρχιακή Επιτροπή: 22523-50509
 Μητρώα, ΤΑΠ: 22523-50508
 Ταμείο: 22523-50501
 Ηλεκτρολόγος: 22523-50507
 Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ): 22520-23200,
fax: 22520-23200, E-mail: d.agiasou@kep.gov.gr
 Βρεφονηπιακός Σταθμός: 22520-22752, fax: 22520-22752
 Δημοτικό Κέντρο Νεότητας: 22520-29032
 Αθλητικός Οργανισμός Δήμου Αγιάσου: 22520-23325
 FAX ΔΗΜΟΥ: 22523-50511
 E-MAIL ΔΗΜΟΥ: info@agiasos.gr
Χρήσιμες Επαφές
-Αγροτικό Ιατρείο: 22520-22225
-Αστυνομικό Τμήμα: 22520-22222, 22777, Fax: 2252-22777
-Εμπορική Τράπεζα: 22520-22085, 22086, Fax: 22520-22155
-Συν/κή Τράπεζα Λέσβου-Λήμνου: 22520-41300, 41100, 22700
-Πνευματικό Κέντρο Αναγνωστήριο «Η Ανάπτυξη» Αγιάσου: 22520-22240, Fax: 22520-22240, -E-mail: info@anagnostirio.gr
-Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Δήμου Ευεργέτουλα: 22520-29038, Fax: 22520-29039
-Εκκλησία Παναγίας: 22520-22242, 22172, 22388, 23177
-Ξενοδοχείο Εκκλησίας Παναγίας: 22520-22126
-Εκκλησία Αγίας Τριάδος: 22520-22331
-Αγροτομεταποιητικός Συνεταιρισμός Γυναικών: 22520-23318
-Ενοικιαζόμενα δωμάτια Βλοτίνας Γιαταγανέλη: 22520-22682
-Ενοικιαζόμενα δωμάτια Στρατή Καζατζή: 22520-22539
-Αγροτικός Συνεταιρισμός: 22520-22273, Fax: 22520-22273
-Νηπιαγωγείο: 22520-23350
-Δημοτικό Σχολείο: 22520-22243
-Γυμνάσιο: 22520-22576
-Λύκειο: 22520-22271
-ΕΠΑ.Σ.: 22520-23322
-Υποθηκοφυλακείο: 22520-23156
-Συμβολαιογραφείο: 22520-23300
-Δασονομείο: 22520-2238
-Πυροσβεστικό Κλιμάκιο: 22520-22199
-Ταχυδρομικό Γραφείο: 22520-22320
-Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας «Η Θεομήτωρ»: 22520-22234, 22052, 22344
-Φαρμακείο Α. Μπαρούτη: 22520-22197
-Φαρμακείο Γ. Νικολαΐδη: 22520-22127
-Αγρονομείο: 22520-22615
-Τηλεπικοινωνιακό Κέντρο Ο.Τ.Ε.: 22520-22099, 22299, 22599, 22799

Ηλεκτρονική διεύθυνση: www.agiasos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου