Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Λαογραφική παράδοση

Η λαογραφική παράδοση της Αγιάσου είναι ιδιαίτερα πλούσια.

Πνευματικός φάρος της είναι το Par1.jpg (12525 bytes)Αναγνωστήριο "η ΑΝΆΠΤΥΞΗ " που ακτινοβολεί πολύ πιο πέρα από το χωριό. Ιδρύθηκε στα 1894 όταν ακόμα το νησί το κατείχαν οι Τούρκοι. Υπήρξε έκφραση της ανάγκης κάποιων πνευματικά ανήσυχων ανθρώπων για μόρφωση και ενημέρωση, μέσα από βιβλία και εφημερίδες. Από τότε δημιούργησε νυχτερινή σχολή, ερασιτεχνικό όμιλο για θεατρικές παραστάσεις και χορωδία για μουσικοφιλολογικές βραδιές. Υπήρξε πυρήνας εθνικής ανάτασης και βοήθησε σημαντικά τον Μακεδονικό αγώνα. Η δραστηριότητά του και η παρουσία του στα πνευματικά και καλλιτεχνικά δρώμενα της Αγιάσου είναι έντονη ως τις μέρες μας, Σήμερα στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτιριακό συγκρότημα, λίγο μετά την κάτω είσοδο του χωριό, που περιλαμβάνει: Βιβλιοθήκη με περισσότερους από 20.000 τόμους παλιών και σύγχρονων βιβλίων που αναφέρονται σε όλους τους τομείς της επιστήμης, μεγάλη αίθουσα αναγνωστηρίου, αίθουσα θεάτρου και κινηματογραφικών προβολών, λαογραφικό μουσείο και αίθουσα εκθέσεων που στεγάζει πίνακες ζωγραφικής.
Το καλλιτεχνικό του τμήμα παρουσίασε πληθώρα θεατρικών έργων ξένων, Ελλήνων (αρκετών μάλιστα Αγιασωτών) θεατρικών συγγραφέων, από όλα τα θεατρικά είδη, Από το 1954 και μετά έχει παρουσιάσει περισσότερα από 35 θεατρικά έργα, Εκτός από
την Αγιάσο το καλλιτεχνικό τμήμα έχει δώσει θεατρικές παραστάσεις στη Μυτιλήνη, σε όλα σχεδόν τα χωριά του νησιού, στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη μακρινή Αυστραλία πάντα με πολλή μεγάλη επιτυχία.

Ψυχή του Αναγνωστηρίου τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια είναι ο Πρόεδρός του, Πάνος Πράτσος. Η αγάπη και η γνώση του στη μουσική είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μουσικού τμήματος και παιδικής χορωδίας, των οποίων η ύπαρξη γίνεται συχνά αισθητή. Διαλέξεις και φιλολογικές εκδηλώσεις αποτελούν συνηθισμένες δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου.

Ο Καρνάβαλος

Η Αγιάσος είναι η Μέκκα του Λεσβιακού καρναβαλιού, όπου συρρέουν χιλιάδες κόσμου κάθε χρόνο για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του. Το καρναβάλι της Αγιάσου ξεχωρίζει όμως κι από όλες τις πανελλήνιες εκδηλώσεις για την ιδιομορφία του, την καυστική και σπιρτόζικη έμμετρη (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος) σάτιρα που την εκφράζουν με το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα οι λαϊκοί ποιητές.

Par2.gif (3578 bytes)Η ιστορία του ξεκινά από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και φτάνει ως τις μέρες μας. Μέσα στο διάβα ενός και πλέον αιώνα το έθιμο πέρασε από πολλά στάδια, επηρεάστηκε από μύριες καταστάσεις και συνοδοιπόρησε με την εκάστοτε ιστορική εποχή εξελικτικά. Σήμερα διατηρεί τη μορφή που πήρε μεταπολεμικά (λαϊκό δρώμενο με έντονα θεατρικά στοιχεία σε ανοιχτό δημόσιο χώρο που συνδυάζει σε ολοκληρωμένη θεματική ενότητα τον έμμετρο σατιρικό λόγο με την εμφάνιση αρμάτων). Η θεματολογία της λαϊκής μούσας καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Συνήθως επιλέγεται ένας γνωστός ιστορικός μύθος μέσα από τον οποίο αναπαράγεται με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο η σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και σατιρίζονται με παραλληλισμούς πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Ο ποιητής λαός δε μασκαρεύεται απλά για να τέρψει το ακροατήριο του, αλλά φρονηματίζει, παραδειγματίζει, καυτηριάζει με το θερμοκαυτήρα της πέννας του το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι σεμνότυφος, χτυπά αλύπητα τα στραβά, μιλά σταράτα και ειλικρινά. Είναι τολμηρός και προφητικός. Δε φοβάται, δε συμβιβάζεται, δε χαρίζεται σε κανέναν. Με την καυστική αθυροστομία του κάνει ενέσεις στον άρρωστο κοινωνικό οργανισμό.

Έντονοι είναι οι δεσμοί του Αγιασώτικου καρναβαλιού με την αρχαιοελληνική πολιτιστική δημιουργία και παράδοση. Ο Καρνάβαλος είναι τραγικό πρόσωπο. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα χτυπήματα της μοίρας του με τη διακωμώδηση των ίδιων των δεινών του, να βγάλει γέλιο μέσα από τον κυκεώνα των δεινοπαθημάτων του, για να μπορέσει να αντέξει ψυχικά και σωματικά και τελικά να επιβιώσει. Είναι γιορτές των Βακχειών που τελούνταν προς τιμή του θεού Διόνυσου και εξυμνούσαν την αέναη αναδημιουργία, τη γονιμότητα και την αναζωογόνηση της φύσης κατά την άνοιξη. Χαρακτηρίζονταν από το διονυσιακό οργασμό των μειούμενων στη θεϊκή λατρεία (βακχικά όργια), μέσα από τον οποίο πιστευόταν ότι επέρχεται η ψυχική κάθαρση και η εξύψωση στην τελειότητα μιας υπερκόσμιας ζωής.

Απομεινάρια της βακχικής αυτής αντίληψης για τη ζωή είναι και τα “τριψίματα”, δίστιχα ομοικαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, καθώς και τα “ιμ’ τζουρώματα” αυτών που αρχιώντι” (η λέξη αρχιώμι, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “ορχούμαι” που σημαίνει μετέχω στον όρχο, χορεύω, μετέχω στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας, οι οποίοι βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, το σώσμα του κρασιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 εξακολουθούσαν να βάφονται με κόκκινα κραγιόνια. Αργότερα επικράτησε το μουτζούρωμα με το κάρβουνο).

Το Αγιασώτικο καρναβάλι είναι ένα ζωντανό πολιτισμικό σύμβολο. Μοναδικό δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας σε πανελλαδική κλίμακα. Παρά τη μηδαμινή στήριξη εκ μέρους της Πολιτείας, κατορθώνει να επιβιώνει, χάρη στην ανιδιοτελή προσφορά και το μεράκι των Αγιασωτών.

Η Αγιασώτικη φορεσιά

Par3.jpg (14234 bytes)Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αγιασώτικης φορεσιάς από τον 18ο αιώνα και πέρα, αποτελεί το σκαλωτό σαλβάρι το οποίο συναντιέται και σε άλλα χωριά της Λέσβου όπως στο Πλωμάρι. Είναι συνήθως εξάφυλλο και το πλάτος μοιράζεται στα τρία. Τα δύο πλάγια τμήματα τα οποία σχηματίζουν τα σκέλη της βράκας, τα καλαμοβράκια - “οι κλαπάτσες” όπως λέγονται - είναι πιο μακριά από το μεσαίο τμήμα της που αποτελεί τη “σέλα”. Η αναλογία στο μάκρος του καλαμοβρακιού σε σχέση με της σέλας εξαρτάται από το ύψος της γυναίκας και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για το σωστό ζύγισμα της βράκας. Τα καλομοβράκια, που συχνά γίνονται από απλό πανί για οικονομία, καταλήγουν σε βρακοθηλειές από όπου περνά συνήθως πλεγμένο γαϊτάνι, η “βρακοζώνα”. Δένονται κάτω από τα γόνατα και σκεπάζονται καθώς η βράκα πέφτει αναδιπλωμένη ως κάτω στους αστραγάλους.

Εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει το σαλβάρι, ιδιαίτερα της νέας γυναίκας του νησιού, είναι το υφαντό με τα ζωηρά ζεστά χρώματα όπως το κόκκινο και το κίτρινο και η ζωντάνια των καρό και ριγωτών σχεδίων που γίνεται πιο έντονη στους συνδυασμούς με το λευκό και στις ποικίλες συνθέσεις με το “γερανιό”, το “μαβί” το πράσινο. Τα υφαντά γινόταν στο σπιτικό αργαλειό, δουλεμένα με ιδιαίτερη τέχνη και μεράκι .

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της βρακούσας ήταν επίσης ο αυξημένος όγκος της βράκας το “παραγέμισμά” της με δύο, τρία ή και περισσότερα βρακιά, όμοια ή μικρότερα σε μέγεθος από το εξωτερικό. Τα κατωβράκια αυτά όπως τα ονόμαζαν οι Αγιασώτισσες μαζί με το μεσοφούστανο που φορούσαν κατάσαρκα ήταν απαραίτητα ιδιαίτερα στις γιορτινές τους εμφανίσεις.

Αυτά τα συνοδευτικά ενδύματα έδιναν με τον όγκο τους εκείνη την πλαστικότητα στη φόρμα του σαλβαριού που χάριζε στη βρακούσα μια θηλυκότητα πληθωρική, σύμφωνα πάντα με τις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής.

Η φορεσιά συμπληρωνόταν με το καμιζόρι και το χρυσοκεντημένο λιμπαντέ που φορούσε η νέα γυναίκα πάνω από το καλό της πουκάμισο.

Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιών. η ευρωπαϊκή μόδα, που εισέβαλε και στα χωριά του νησιού, παραμέρισε σιγά σιγά την τοπική φορεσιά. Η εγκατάλειψη της λαϊκής φορεσιάς ξεκινά, όπως συνήθως, από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις που φέρνουν τα ενδύματά τους από την Πόλη, τη Σμύρνη ή κέντρα του εξωτερικού. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στη πόλη της Μυτιλήνης. Το φουστούνι με τις πυκνές πτυχώσεις αρχίζει να επικρατεί. περισσότερο. Οι βρακούσες εκείνες με τα όμορφα σαλβάρια και τα πολύχρωμα υφαντά δεν υπάρχουν πια. Παρ’ όλα αυτά στην ορεινή Αγιάσο ίσως να δείτε πολλές γερόντισσες που φορούν ακόμα τη βράκα.

Μα και η αγρότισσα, που ακολουθεί πια τη μόδα, όταν βγαίνει στα χωράφια το χειμώνα γίνεται και αυτή βρακούσα. Φορά τότε τη συνηθισμένη της βράκα, ή μια πιο λιτή, πιο εύχρηστη, και αμολιέται στις πλαγές για να μαζέψει ελιές ή κάστανα. Μια συνήθεια που κρατά ως σήμερα, που η ενδυμασία με το σαλβάρι έγινε μουσειακό είδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου